Ο παραγωγός Δημήτρης Σπανός στη Φθιώτιδα εξάγει 50 τόνους φιστίκι ψίχα στην Ιταλία που παράγει ο ίδιος, αλλά και άλλοι παραγωγοί στην Κεντρική Φθιώτιδα κυρίως.
Από τις σπουδές στο Τορίνο και το βιομηχανικό σχέδιο έως την καλλιέργεια και την πώληση κελυφωτών φιστικιών ίσως, τελικά, η απόσταση να είναι μικρότερη από ό,τι θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει ο Δημήτρης Σπανός, ο άνθρωπος που, ως εξωτερικός συνεργάτης της Intracom, σήμερα καλλιεργεί κελυφωτά φιστίκια στις Λιβανάτες, αλλά και εξάγει ποσότητες, που αγοράζει από ιδιώτες και συνεταιρισμούς.
Συνδετικός κρίκος της δραστηριότητάς του ως σχεδιαστής και ως παραγωγός-εξαγωγέας είναι, φυσικά, η Ιταλία. Οι βασικές εξαγωγές του Δημήτρη Σπανού πραγματοποιούνται στην Ιταλία για την παρασκευή του περίφημου παγωτού φιστίκι. Εδώ και έξι μήνες, μάλιστα, ο παραγωγός προχώρησε και σε συνεργασία με Ιταλούς, με τους οποίους δημιούργησε εμπορική εταιρεία για την εξαγωγή του προϊόντος και σε άλλες χώρες, με την επωνυμία «Pistachio greek farm».
«Οι Ιταλοί έχουν τεχνογνωσία στην πώληση. Γνωρίζουν την αγορά και προωθούν προϊόντα σε όλο τον κόσμο με εξαιρετική επιτυχία», λέει ο παραγωγός Δημήτρης Σπανός. Εξηγεί ότι τα φιστίκια θα πωλούνται σε συσκευασία στην οποία θα αναγράφεται η ελληνική τους προέλευση και έτσι το προϊόν θα γίνει γνωστό στις χώρες εξαγωγής ως ελληνικό. Ήδη, ο κ. Σπανός έχει παραγγελίες από τώρα για του χρόνου…
«Και αν κάτι δεν πάει καλά και δεν μπορέσετε να καλύψετε τις ποσότητες που χρειάζεστε προς εξαγωγή, τι θα κάνετε;» τον ρωτάμε και εκείνος απαντά: «Θα πρέπει να ψάξουμε να τις βρούμε. Επειδή το είδος είναι ακριβό, τα χρήματα προκαταβάλλονται και δεν υπάρχουν περιθώρια να αλλάξεις την παραγγελία».
Είναι, λοιπόν, το φιστίκι αποδοτική καλλιέργεια; Μπορεί να φέρει εισόδημα σε όποιον αποφασίσει να ασχοληθεί σοβαρά; «Ως καλλιέργεια δεν είναι δύσκολη, αρκεί να προσέξεις κάποια πράγματα. Χρειάζονται, όμως, πολύ χρόνο τα δέντρα για να μεγαλώσουν και να είναι αποδοτικά», εξηγεί ο κ. Σπανός.
Οι δικές του φιστικιές, περίπου 2.000 δέντρα, φυτεύτηκαν το 1992 στα πατρικά κτήματα που υπήρχαν παλαιές ελιές και η καλλιέργεια δεν ήταν αποδοτική. Γιατί διάλεξε τις φιστικιές εκείνη την εποχή ούτε ο ίδιος γνωρίζει ακριβώς. Ίσως γιατί ήθελε ένα προϊόν με αναγνωρισμένη προστιθέμενη αξία. «Τώρα, τα δέντρα μου είναι πλέον 25 χρόνων και δίνουν καλή παραγωγή. Όμως, χρειάζονται 7-9 χρόνια για να δώσουν συγκομιδή και πάλι οι αποδόσεις είναι μικρές. Ουσιαστικά, στα δέκα χρόνια έχεις την πρώτη σοδειά και στα 20 χρόνια τα δέντρα δίνουν πλήρη σοδειά», εξηγεί ο παραγωγός. Πρόκειται, λοιπόν, για μια καλλιέργεια που χρειάζεται σχεδιασμό σε βάθος χρόνου, ενώ ο καλλιεργητής θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος ότι θα δεσμεύσει το κεφάλαιό του χωρίς απόδοση για πολλά χρόνια. Επίσης, η συγκομιδή γίνεται με μηχανικά μέσα κυρίως τον Αύγουστο. Όποιος θέλει να ασχοληθεί με την καλλιέργεια, θα πρέπει επίσης να υπολογίσει ότι απαιτείται επένδυση για την αγορά μηχανημάτων για αποφλοίωση και αποξήρανση του καρπού αμέσως μετά τη συλλογή.
Επειδή στο εξωτερικό έχει ιδιαίτερη ζήτηση η ψίχα, ο κ. Σπανός έχει προμηθευτεί σπαστήριο, ώστε να διοχετεύει στην Ιταλία «τελικό» προϊόν. «Η ψίχα αποτελεί το 40%-48% του βάρους του φιστικιού, αλλά βέβαια πωλείται πολύ πιο ακριβά». Ενώ το φιστίκι με το κέλυφος πωλείται από τον παραγωγό στα –κατά μέσον όρο– 7 ευρώ το κιλό.
Η τιμή, πάντως, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, εφόσον πρόκειται για προϊόν που παράγεται και σε άλλες χώρες και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες σε σχέση με την Ελλάδα. Η χώρα μας παράγει συνολικά περίπου 5.000 τόνους κελυφωτό φιστίκι, ενώ η Τουρκία 150.000 τόνους. «Όταν λόγω των γεγονότων στην Τουρκία έπεσε η τουρκική λίρα, αναγκαστήκαμε και εμείς να ρίξουμε την τιμή», λέει ο κ. Σπανός. Αντίστοιχα, όμως, ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή έχει ευνοήσει το ελληνικό κελυφωτό φιστίκι. «Τα τελευταία 4-5 χρόνια, λόγω του πολέμου στη Συρία που ήταν βασική παραγωγός χώρα, έχει ανέβει η τιμή στο ελληνικό κελυφωτό φιστίκι», εξηγεί.
Όταν τον ρωτάμε αν είναι ευχαριστημένος, εκείνος απαντά: «Ναι, αλλά και πολύ κουρασμένος επίσης. Είμαι και αγρότης και επιχειρηματίας, οπότε χρειάζεται πολλή δουλειά».