Την ώρα που, στο δ’ τρίμηνο του 2016, το επίσημο ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο 23,4%, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, απαντώντας σε ερώτηση Χουντή, υπογραμμίζει ότι η πραγματική υπο-αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού ξεπερνά κατά οκτώ ποσοστιαίες μονάδες το επίσημο ποσοστό
Με… μελανά χρώματα σκιαγραφεί την αγορά εργασίας στην Ελλάδα, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, απατώντας σε επιστολή – ερώτηση του ευρωβουλευτή Νίκου Χουντή.
Σύμφωνα με τον κ. Ντράγκι η πραγματική υπό-αξιοποίηση του εργατικού δυναμικού της χώρας μας έφθασε στο 31,3% στο δ’ τρίμηνο του 2016 (τα στοιχεία της ΕΚΤ είναι μέχρι τη συγκεκριμένη περίοδο), δηλαδή είναι κατά σχεδόν οκτώ μονάδες δυσμενέστερα σε σύγκριση με το επίσημο ποσοστό ανεργίας, το οποίο στο συγκεκριμένο διάστημα είχε αγγίξει το 23,4%.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ διευκρινίζει στην επιστολή του ότι η «διαφορά» στα ποσοστά, οφείλεται στο γεγονός ότι η ΕΚΤ περιλαμβάνει στις μετρήσεις της τρεις επιπλέον παράγοντες.
Πιο συγκεκριμένα, η ΕΚΤ συμπεριέλαβε στη δική της μέτρηση όχι μόνο τους τυπικούς ανέργους αλλά και τρεις επιπλέον κατηγορίες: Όσους έχουν μερική απασχόληση αλλά θα ήθελαν να έχουν πλήρες ωράριο, όσους θέλουν να εργαστούν αλλά έχουν απογοητευτεί και δεν αναζητούν ενεργά εργασία, και τους «σιωπηλούς» άνεργους που ψάχνουν μεν δουλειά αλλά δεν καταγράφονται διότι δεν είναι σε ετοιμότητα να αναλάβουν καθήκοντα εντός δύο εβδομάδων, όπως συνήθως απαιτείται στατιστικά.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, το πρόβλημα της υπο-αξιοποίησης εμφανίζεται σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Ενώ στα τέλη του περασμένου έτους η Eurostat υπολόγιζε την ανεργία κοντά στο 9,5%, τα στοιχεία της ΕΚΤ δείχνουν πως η πραγματική «τρύπα» ανήλθε έως και στο 18,5%.
Υπάρχουν βεβαίως μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα στα 19 κράτη-μέλη, με τη Γερμανία και τη Μάλτα να έχουν τις καλύτερες επιδόσεις στην αξιοποίηση του πληθυσμού τους.
Σε μία ένδειξη του πόσο έχει επηρεάσει η κρίση την αγορά εργασίας στην Ελλάδα, πριν 11 χρόνια, στις αρχές του 2006, η υπο-αξιοποίηση του ελληνικού εργατικού δυναμικού υπολογίζεται στο 12,9%.