Το χωριό Λεύκα, βρίσκεται στους ανατολικούς πρόποδες της βουνοσειράς “Πύρινος” σε υψόμετρο 480μ. Ο Πύρινος αρχίζει από το Στενό με την “Πλέσιβα” και της “Λούστρας το Κοτρώνη” βορειοδυτικά πάνω από το χωριό και συνεχίζεται νότια με την ψηλότερη κορυφή Δραμπάλα και το Αετοβούνι, κοντά στη Βραίλα. Είναι η νότια προέκταση των Βαρδουσίων. Ανατολικά και νοτιοανατολικά του χωριού, μέχρι Πεντάπολη, Παλαιόκαστρο και τα πεδινά κτήματα Μαλανδρίνου , Αμυγδαλιάς και Βραίλας, απλώνεται η κοιλάδα της Βέλλας. Η κοιλάδα αυτή την οποία διασχίζει η Μπελεσίτσα (Βέλα, Βελεσίτσα), συνεχίζεται χωρίς ιδιαίτερη ονομασία μέχρι το Μόρνο, κοντά στο Κάλλιο. Σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από νερά της λίμνης του Μόρνου .
Την προαναφερόμενη λεκάνη περικλείουν ανατολικά η οροσειρά της Γκιώνς δυτικα η οροσειρά των Βαρδουσίων και νότια το βουνό της Σώταινας. Βόρεια κάποιες περιοχές της Οίτης , δεν την προστατεύουν απο τους βοριάδες. Με επικλινές έδαφος το χωριό στεφανώνεται, στην πλάγια δυτικά από το καταπράσινο δάσος “Κεφαλάρι” που αποτελείται από πουρνάρες και καταλκήγει στο γραφίκο “Κραούλι”. Από τη λίμνη του Μόρνοθ που του γλύφει τα πόδια χωρίζει το χωριό ο εθνικός δρόμος ¨Αμφισσας – Ναυπάκτου ο οποίος αφού περάσει προηγουμένως από το πρόφραγμα Λεύκας γυρίζει κάθετα και συνεχίζει προς τις πίσσες και το Στενό. Απέχει 6,5 χιλιόμετρα από το Λιδωρίκι και 1500 μέτρα από την Πεντάπολη. Υδρεύεται από την πηγή του “Παραδεισορέματος ” . Μέχρι το 1970 περίπου είχε ικανοποιητική κτηνοτροφία και παραγωγική καλλιέργεια σιτηρών και καλαμποκιού. Τα αμπέλια και το κρασί της Λεύκας ήταν γνωστά στην περιοχή. Οι περισσότεροι Λευκιώτες ήταν κτίστες και εργάζονταν σε όλη τη Φωκίδα. Το 1981 τα νερά της λίμνης σκέπασαν τα καλύτερα κτήματα και τα αμπέλια και άλλαξε τη μορφή της περιοχής . Με τις αποζημιώσεις που πήραν για τα κτήματα τα δέντρα και τα κτίσματα καλύφθηκαν από τα νερά δόθηκε ευκαιρία στους περισσότερου κατοίκους του χωριού να εγκατασταθούν στην Αθήνα. Έτσι τώρα από τον Νοέμβριο μέχρι τις αρχές Απριλίου λιγοστοί είναι οι μόνιμοι κάτοικοι του οικισμού. Ζωή αποκτάει τους υπόλοιπους μήνες με τους συνταξιούχους να επανέρχονται αλλά και με τους περισσότερους Λευκιώτες που διατηρούν σε καλή κατάσταση τα σπίτια τους και περνούν στη γενέτειρα τους τις καλοκαιρινές διακοπές.
Στα 300 περίπου μέτρα βόρεια-βορειοδυτικά από βράχο μέσα σε χείμαρρο, πηγάζει “της Λεύκας το νερό” από το οποίο μέχρι τώρα αρδεύοταν το περιβόλι του Κων/νου Ι. Τσώνου. Από εδώ πήρε την ονομασία του και το χωριό. Στη Νότια πλευρά του χωριού, κοντά στον Αγ. Κωνσταντίνο και το νεκροταφείο κυλάει ορμητικά τα νερά του το κατάφυτο από πλατάνια Σωληναρόρεμα, που πετάγεται μέσα από την απότομη και ανεπανάληπτης ομορφιά χαράδρα. Το γραφικό γεφυράκι , τα πλατάνια και η βρύση είναι το αγαπημένο μέρος για τα παιχνίδια και τις βόλτες των παιδιών το καλοκαίρι.
Από τη νότια όχθη του Σωληναριού και έξω απλώνεται η τοποθεσία του παλαιού οικισμού της Αγίας Παρασκευής που είχε 4 εκκλησίες ¨την Αγία Παρασκευή , τον Άγιο Αθανάσιο , τον Άι -Λιά και τον Άγιο Γεώργιο. Επομένως , στη περιοχή αυτή υπήρχε και προχριστιανικός ναός . Σήμερα στην τοποθεσία του ναού αυτού που δεν υπάρχει πλέον σώζονται αρκετά ίχνη κτιρίων. Οι ηλικιωμένοι Λευκιώτες μας έχουν μεταφέρει την εξής πληροφορία από τους παππούδες και γιαγιάδες τους , όπως την άκουσαν και αυτοί από τους γονείς τους, που έζησαν κοντά στο 1821 . Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι σκλάβοι κάτοικοι της Αγίας Παρασκευής , αγανακτισμένοι από τη συμπεριφορά του σκότωσαν τον Τούρκο που μάζευε τους φόρους. Κατέφτασε τότε απόσπασμα γενίτσαρων , που κατέσφαξε όλου τους άντρες περίπου 60. Γλίτωσε μόνο ένας κουτσός Γιάννης , που έτυχε να απουσιάζει. Περνώντας μετά από το χωρίο οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών, έλεγαν στον Γιάννη ” Μαύρε Γιάννη, τι έχεις να τραβήξεις με τόσες χήρες.