Η επιδημία γρίπης στη Σκύρο το 1918, που αφάνησε μεγάλο μέρος των κατοίκων και τα Βρικολακονήσια του Αιγαίου

Της Στελίνας Μαργαριτίδου http://stelinarum.blogspot.com/ Μία από τις σπάνιες καταγραφές της ισπανικής γρίπης, που έμοιαζε πολύ στα συμπτώματα με τη νέα γρίπη αλλά είχε πιο βαριά μορφή, κάνει σε ένα σπάνιο ντοκουμέντο ο δημοσιογράφος και ηθογράφος του προηγούμενου αιώνα Κωνσταντίνος Φαλτάιτς. Επίσης χρονογράφος, λογοτέχνης και λαογράφος,  υπήρξε μία από τις σημαντικές μορφές στο χώρο της δημοσιογραφίας […]

11 Μαρτίου 2018

του/της Ανδρέας Κούκουρας

Της Στελίνας Μαργαριτίδου

http://stelinarum.blogspot.com/

Μία από τις σπάνιες καταγραφές της ισπανικής γρίπης, που έμοιαζε πολύ στα συμπτώματα με τη νέα γρίπη αλλά είχε πιο βαριά μορφή, κάνει σε ένα σπάνιο ντοκουμέντο ο δημοσιογράφος και ηθογράφος του προηγούμενου αιώνα Κωνσταντίνος Φαλτάιτς.

Επίσης χρονογράφος, λογοτέχνης και λαογράφος,  υπήρξε μία από τις σημαντικές μορφές στο χώρο της δημοσιογραφίας και της λογοτεχνίας στα μέσα του 19ου αιώνα.

Στο  χρονικό του “Η Γρίππη στη Σκύρο” περιγράφει  την επιδημία της ισπανικής γρίπης που αφάνισε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του νησιού.

Aποσπάσματα του ντοκουμέντου:

“Κλειστά όλα τα σπίτια, κι ως έξω στους δρόμους το βραχνό ροχαλητό του βήχα, και τα αγκομαχιάσματα που βγαίνανε από τις πόρτες κι από τα σφαλισμένα τα παράθυρα.

Και παντού τα κοράκια, που όλο ουρλιάζανε, κι όλο κλαίγανε μαζεμένα κοπάδια και σύννεφα μέσα στους δρόμους του χωριού, και πάνω στα λιακωτά, και στις αυλές, για ν’ απλώνονται ύστερα πάνω στους βράχους του νεκροταφείου, και να κρέμονται ψηλά στο Κάστρο, μουγκό, τρομαχτικό, απαίσιο, με τα χαλάσματά του γεμάτα από τις συντροφιές και τους χορούς των φαντασμάτων”.

Κι ο κόσμος “πέθαινε, όλο πέθαινε, ολημερίς κι ολονυχτίς, πέθαινε, χωρίς γιατρούς, χωρίς φάρμακα, χωρίς περιποίηση. Πέθαινε ο ένας πάνω στον άλλο, πεθαίνανε αγκαλιασμένοι, καθισμένοι, πλαγιασμένοι, όρθιοι.

Πέφτανε πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο σβησμένο χωρίς ξύλα τζάκι, πάνω σ’ ένα σκαμνί, πάνω στα σκαλοπάτια, κάτω από τα κονίσματα πούχανε γονατίσει να προσευχηθούν…

Κι άλλοι πεσμένοι στους δρόμους, κι άλλοι στις αυλές, κι άλλοι στους αχυρώνες, κι άλλοι σωρό πάνω στους πεθαμένους δικούς τους κει που τους σαβανώνανε. Και οι ζωντανοί μέσα στη θάλασσα της τρέλλας σηκώνανε τους πεθαμένους και τρέχανε και φεύγανε και πηγαίνανε γλήγοροι σα να θέλανε να ξεφορτώσουν από πάνω τους κανένα μπαούλο, κανένα μπόγο, καμμιά σκάφη με ζύμη ή με ψωμιά”.

Το άγνωστο έργο του Κωνσταντίνου Φαλτάιτς και το χρονικό της ισπανικής γρίπης

Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, το πολυδιάστατο έργο του οποίου παραμένει ουσιαστικά στην αφάνεια, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία από το 1909 και εργάστηκε μέχρι το θάνατό του ως λογοτεχνικός συνεργάτης και δημοσιογράφος σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά, όπου δημοσίευσε μυθιστορήματα, ιστορικές βιογραφίες, μεταφράσεις, μεγάλο αριθμό διηγημάτων, χρονογραφήματα, ηθογραφίες, δοκίμια και άρθρα.

Η κυρίως λογοτεχνική του σταδιοδρομία άρχισε με τους βαλκανικούς πολέμους, στη διάρκεια των οποίων υπηρέτησε στο στόλο. Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς έλαβε μέρος στη μικρασιατική εκστρατεία ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας “Εμπρός” και εμπνεύστηκε πολλά κείμενα από την τραγωδία του μικρασιατικού ελληνισμού.

Όπως αναφέρει η Αναστασία Παπαχαραλάμπους στο σχόλιό της στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Φαλτάιτς με θέμα τη γρίπη στη Σκύρο, “ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς δεν ήταν μόνο λογοτέχνης. Υπήρξε πρωτοπόρος ερευνητής σε θέματα λαογραφίας (πλήθος οι μελέτες του για τις παραδόσεις του ελληνικού λαού), γλωσσολογίας, εθνολογίας και αρχαιολογίας, με θέσεις και απόψεις που εύρισκαν απήχηση στον τότε πνευματικό κόσμο της Ελλάδας.

Θερμός πατριώτης με μοναδική αγάπη και προσφορά στην ιδιαίτερη πατρίδα του τη Σκύρο, ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς έζησε όλη του τη ζωή με το όραμα της μεγάλης και ξαναγεννημένης Ελλάδας. Η κλονισμένη του υγεία δέχθηκε οριστικό χτύπημα και τον Οκτώβριο του 1944 σε ηλικία 53 ετών πέθανε στο αγαπημένο του νησί.

Στα χρόνια που πέρασαν ο Κ. Φαλτάιτς δεν τιμήθηκε όπως του άξιζε από τον τόπο του. Το έργο του ξεχάστηκε, το αρχείο του παραμένει ανέκδοτο, αναξιοποίητο, άγνωστο στις νεότερες γενιές, που έχουν τόση ανάγκη να προσεγγίσουν την ιστορία και τη ζωή μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου αγνού, άδολου, δίκαιου, αντικειμενικού, ιδεαλιστή, αγωνιστή και να διδαχθούν από αυτή”.

Κι όμως σήμερα, με αφορμή το πέρασμα της ισπανικής γρίπης από τις Σποράδες και συγκεκριμένα από τη Σκύρο, παίρνουμε μια μικρή γεύση της διεισδυτικής και εύστοχης πένας του, η οποία δεν σταματά στην απλή περιγραφή γεγονότων και καταστάσεων:

“Μια ‘κοιλάδα κλαυθμώνος’ η Σκύρος, όπου βασίλευε ο φόβος, η απόγνωση, η τρέλλα, ο θάνατος. Μια κραυγή απελπισίας ξεχύνεται απ’ τα κλειστά σπίτια, τα κλειστά παράθυρα, τα στενά δρομάκια κι ο αντίλαλός της φτάνει ως τα σήμερα δυνατός κι υπόκωφος.

‘Κανείς δεν βρίσκει τη γαλήνη αν δεν πληρώσει στο ακέραιο τον φόρο στην κόλαση’. Κι η Σκύρος στα 1918 πλήρωσε το δικό της φόρο αίματος, φόρο ζωής για να ξαναρχίσει ο νόμος της αιώνιας ισορροπίας το διαρκές έργο του”.

Το χρονικό του Φαλτάιτς ξεκινά με τον ερχομό δέκα φαντάρων στο νησί. Η ατμόσφαιρα, όπως περιγράφεται, είναι ήδη βαριά. Μια ατμόσφαιρα θανάτου. Μέσα από τις πρώτες γραμμές του χρονικού η φρίκη και η απόγνωση γίνονται αντιληπτές. Ο συγγραφέας ακολουθεί τους στρατιώτες που ψάχνουν τους δικούς τους στο νησί:

“Ζωντανοί και πεθαμένοι, μέσα στο ονειροβύθισμά τους αγωνιζότανε και παλεύανε ν’ ανοίξουνε το λάκκο τους, κι αδέρφια, παιδιά και γονιοί στο ξύπνημα, χαροπαλεύανε κι αγκαλιαζότανε και τραβούσανε, τραβούσανε στη ζωή του σκοταδιού και της ανυπαρξίας”.

Η αρρώστια, η ισπανική γρίπη, πέφτει σαν τη νύχτα και σκεπάζει κάθε ίχνος ζωής στο νησί. Φρίκη, πανικός, φόβος, τρέλα, θάνατος. Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς περιγράφει αυτό τον φόβο της αρρώστιας ως εξής:

“Ο φόβος, ένας φόβος κακός, κρύος, ύπουλος, ζωντανός, άρχισε να κυριαρχεί παντού, φόβος προσωποποιημένος με την ιδέα της αρρώστιας, μιας αρρώστιας ζωντανής κι αυτής, κακιάς, παγερής, αμείλικτης, ματωμένης”.

Ξεκινώντας από την περιγραφή της αρρώστιας και του φόβου, του πανικού που κάνει τους ανθρώπους να λειτουργούν σπασμωδικά και εγωιστικά, περνά στη φάση της τρέλας και της αλλόκοτης συμπεριφοράς που μετατρέπει τα πάντα σε χάος. Η επιδημία που απλώνεται σαν κύμα παντού σκορπώντας το θάνατο οδηγεί τους κατοίκους στην απελπισία. Το δεύτερο σύμπτωμα της πανδημίας είναι η τρέλα:

“Και η τρέλλα, η κόκκινη τρέλλα, γυάλιζε πάλι σ’ όλων τα μάτια. Γέροι και άρρωστοι φεύγανε από τα σπίτια τους γυμνοί, μισόντυτοι, κουρελιασμένοι, πηδούσανε από τα παράθυρα κι από τα λιακωτά, και τρέχανε στους δρόμους, στις ρεματιές, στις εκκλησιές, και πέφτανε και σηκωνότανε και μένανε κάτω χωρίς πια να σηκωθούνε. Άλλες φορές περνούσανε αμίλητοι ο ένας μπροστά στον άλλο, μελλοθάνατοι, νεκροί σχεδόν.

Πηγαίνανε παραλογισμένοι στα μάτια και στην όψη, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τον άλλον, χωρίς να βλέπουνε, χωρίς νάχουνε συνείδηση, χωρίς να αισθάνονται, χωρίς να ακούνε”.

Οι ελληνικοί θρύλοι των ζωντανών νεκρών

Από το μύθο της Αντιγόνης μέχρι τους άταφους νεκρούς του πολέμου, τα φαντάσματα των Δροσουλιτών και τους νεκρούς της ισπανικής γρίπης, το μίασμα, η μόλυνση -μεταφορική και κυριολεκτική- που σκορπά ο ίδιος ο θάνατος, αλλά και η ενοχή για όσους ζουν και δεν έχουν εκπληρώσει τα καθήκοντά τους απέναντι στους νεκρούς τους, είναι μεγάλα.

Τα Βρικολακονήσια της Σκύρου τυλίγονται στην αχλή του μυστηρίου, έχουν όμως στο πέρασμα του χρόνου την κατάρα των νεκρών και των ψυχών τους που δεν βρήκαν ησυχία.

Κοιτώντας αυτές τις ξέρες λίγο πιο μακριά από το νησάκι του Αγίου Ερμόλαου, βλέπει κανείς το κύμα να αφρίζει πάνω στο βράχο κι ακούει το υπόκωφο βουητό του…

Μέχρι και σήμερα κάποιοι λένε ότι οι ξέρες ονομάστηκαν έτσι από τις φωνές των πειρατών, όταν τα πλοία τους έπεσαν στ’ ανοιχτά του νησιού, έμπασαν νερά και οι ίδιοι πνίγηκαν.

Άλλοι πάλι εξιστορούν ότι στα γεγονότα της γρίπης του 1918 εκεί έστειλαν με βάρκα τους βαριά άρρωστους για να πεθάνουν. Κανείς δεν ξέρει πού σταματούν τα πραγματικά γεγονότα και πού αρχίζει η φαντασία.

Νησιά των βρικολάκων, των άταφων ψυχών, συναντά κανείς σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.

Ο θρύλος και η παράδοση συγκρούονται μέχρι σήμερα με τα ιστορικά γεγονότα που σβήστηκαν από τη λήθη του χρόνου. Σε κάθε περίπτωση όμως, σε ξέρες, νησιά ή νησίδες έμειναν άταφες και άψαλτες ψυχές ανθρώπων που μέχρι σήμερα μπορεί να γυρεύουν το δρόμο για το κατώφλι του άλλου κόσμου.

Τέσσερα χιλιόμετρα έξω από την Κέρκυρα, σε ένα νησάκι με το βυζαντινό ναό του Σωτήρα επάνω, γυρνούν, λένε, οι ψυχές νεκρών…

Παρόμοια και παράξενα “καταραμένο” είναι το νησί Τάφος έξω από την Κεφαλονιά. Αλλά και οι Καταχνάδες στα Σφακιά, που ονομάστηκε νησί των Βρικολάκων διότι εκεί εντοπίστηκαν άταφοι νεκροί στρατιώτες.

Μια άλλη ιστορία συνδεδεμένη με την εμφάνιση βρικολάκων έχει και η νησίδα Εκάτη έξω από τη Δήλο, αλλά και το νησάκι Μπάου έξω από τη Μύκονο, η βραχονησίδα Πλατύ κοντά στην Ψέριμο και ο ύφαλος Παναγιά η Νησιώτισσα ή Θεανώ, στη Βόρεια Εύβοια. Δεν ξέρουμε αν όλοι αυτοί οι περίεργοι θρύλοι των βρικολακόνησων σχετίζονται άμεσα με τις θανατηφόρες επιδημίες που έπληξαν τη χώρα από το 18ο και μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα ή τελικά ονομάστηκαν έτσι επειδή από τα σημεία αυτά εξορμούσαν οι πειρατές που λυμαίνονταν το Αιγαίο τον 18ο αιώνα.

Oι επιδημίες που “θέρισαν” τους Έλληνες

Η επιδημία που θέρισε την Ελλάδα τον 20ό αιώνα, που χαρακτηρίστηκε ως “φθοροποιός μάστιξ του ελληνικού λαού” και θεωρήθηκε “κίνδυνος ακόμη και για την ύπαρξη της ίδιας της φυλής”, ήταν η ελονοσία.

Κι όμως, χιλιάδες άνθρωποι στην ύπαιθρο και στα αστικά κέντρα έχασαν τη ζωή τους από την επιδημία της πνευμονίας, της ιλαράς, της οστρακιάς, της φυματίωσης, του τύφου, της χολέρας, της πανώλης, ή από λέπρα.

Το 1821, στη διάρκεια της Επανάστασης στην Ήπειρο, εμφανίστηκε τύφος, χολέρα και πανούκλα που αποδεκάτισαν τον ήδη εξασθενημένο από την πολύμηνη πολιορκία πληθυσμό. Την ίδια περίοδο η πανούκλα ξέσπασε στη Μακεδονία, την Κρήτη και την Πελοπόννησο.

Ο εφιάλτης της χολέρας χτύπησε την Ελλάδα το 1817, το 1820, το 1853, το 1865, το 1883, το 1893 και το 1913-14 στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων.

Το 1918 οι Έλληνες ήρθαν αντιμέτωποι με την επιδημία της ισπανικής γρίπης αλλά και της ελονοσίας, που αντιμετωπίστηκε τελικά με την αποξήρανση των ελών. Πριν όμως αναχαιτιστεί η ολέθρια πορεία της επιδημίας, περίπου ένα εκατομμύριο Έλληνες πέθαναν από ελονοσία. Στις αρχές του 20ού αιώνα στην Ελλάδα είχαν καταγραφεί χιλιάδες κρούσματα φυματίωσης. Μέσα σε λίγα χρόνια 40.000 άτομα πέθαναν από το “χτικιό”.

Για αυτές τις ασθένειες, που σκόρπισαν τον τρόμο και την απόγνωση στους Έλληνες των αρχών του αιώνα, αναφέρει η πλούσια και γλαφυρή λαϊκή σοφία, όπως την κατέγραψε ο μοναδικός για το έργο του έλληνας λαογράφος Νικόλαος Πολίτης:

“Οι ασθένειες είχαν πιαστεί όλες μαζί σε μεταξωτά πανάκια δεμένα με μετάξι. Τις έβαλαν όλες μαζί σε ένα πιθάρι και τις έχωσαν στο Μπούρτζι. Όταν γκρέμισαν μέρος από το τείχος, βρήκαν το πιθάρι και μην ξέροντας τι έχει μέσα άνοιξαν τα μεταξωτά πανιά και οι ασθένειες ξεχύθηκαν στον αέρα”.

Πηγές http:www.faltaits.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

28 Μαρτίου 2024