Μήπως είναι ώρα να παρατήσεις τη δουλειά σου και να κάνεις αυτό που πραγματικά αγαπάς;

Δευτέρα βράδυ, και επιτέλους έχουμε καταφέρει να ξεκλέψουμε λίγο χρόνο με τη φίλη μου την Η. για να μιλήσουμε στο Viber. Για την ιστορία, η Η. έχει μετακομίσει εδώ και χρόνια στο Λουξεμβούργο, αφού στην Ελλάδα δεν μπορούσε να βρει δουλειά πάνω σε αυτό που σπούδασε, παρόλα τα πτυχία, μεταπτυχιακά και συναφή «εφόδια» που κόπιασε […]

11 Ιανουαρίου 2019

του/της Newsroom

Δευτέρα βράδυ, και επιτέλους έχουμε καταφέρει να ξεκλέψουμε λίγο χρόνο με τη φίλη μου την Η. για να μιλήσουμε στο Viber. Για την ιστορία, η Η. έχει μετακομίσει εδώ και χρόνια στο Λουξεμβούργο, αφού στην Ελλάδα δεν μπορούσε να βρει δουλειά πάνω σε αυτό που σπούδασε, παρόλα τα πτυχία, μεταπτυχιακά και συναφή «εφόδια» που κόπιασε να αποκτήσει. Στο Λουξεμβούργο ωστόσο, βρήκε μια δουλειά, μια καλή δουλειά, πάνω στο αντικείμενό της. Και επειδή είναι εξαιρετική σε αυτό που κάνει, ένα χρόνο και κάτι μετά, ήρθε το μόνιμο συμβόλαιο.

«Έλα ρε συ, μπράβο! Και για πες, είσαι ευτυχισμένη;»

Σιγή η φίλη μου και δεν το συνηθίζει.

«Κοίταξε να δεις, δουλεύω μέχρι αργά το βράδυ, υπερωρίες ουσιαστικά πληρωνόμαστε τις μισές από όσες κάνουμε, μερικές φορές χρειάζεται να δουλέψω και Σαββατοκύριακα, και κατά βάση είμαι μόνη μου διότι δεν μένει ιδιαίτερος χρόνος για προσωπική ζωή. Οπότε, ναι χάρηκα με τη μονιμοποίηση αλλά στην ουσία όχι και τόσο.»

Το χειρότερο δεν είναι αυτά που είπε. Το χειρότερο είναι ότι τα περίμενα γιατί ήξερα από καιρό πόσο πιέζεται ψυχολογικά με όλες τις καταστάσεις που βιώνει. Και αυτό με έβαλε σε σκέψεις.

Υπήρχε μία περίοδος όταν πλήθη ανθρώπων συνέρρεαν στα εργοστάσια , χτυπώντας κάρτες και κοπιάζοντας όλη μέρα, κάθε μέρα, για ένα απλό μεροκάματο, για να πάνε μετά σπίτι, να φάνε ένα πιάτο φαγητό, να πέσουν για ύπνο, και φτου ξανά και από την αρχή.
Εάν τους ρωτούσαμε εάν αγαπούν τη δουλειά τους, στην καλύτερη θα μας κοίταζαν με ένα περίεργο βλέμμα του τύπου «Ποιος αγαπάει αυτή τη δουλειά;»

Μία γενιά (ή δύο τρείς) αργότερα, οι περισσότεροι άνθρωποι εξακολουθούν να συρρέουν σε μια δουλειά που δεν αγαπούν, όποια και αν είναι αυτή, είτε είναι πάνω σε αυτό που σπούδασαν (οπότε θεωρητικά και σε αυτό που φαντάζονταν τους εαυτούς τους να κάνουν μεγαλώνοντας) είτε σε κάτι τελείως διαφορετικό, και οι περισσότεροι θα εξακολουθούσαν να μας κοιτάζουν με αυτό το περίεργο βλέμμα, εάν τους θέταμε το ερώτημα κατά πόσο αγαπούν αυτό που κάνουν.

Δεδομένου δε ότι η δουλειά καταλαμβάνει σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες έρευνες πλέον το ½ της καθημερινότητάς μας, είναι πραγματικά θαύμα πώς προλαβαίνει κανείς να φάει και να κοιμηθεί. Όσο για το να κάνει τα πράγματα που τον ευχαριστούν, ας το αφήσουμε καλύτερα.

Η άλλη πλευρά

Στον αντίποδα, υπάρχει ένας διαρκώς αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων που αποφασίζουν ότι αρκετό κομμάτι της ζωής τους σπατάλησαν σε κάτι που ουσιαστικά δεν τους αρέσει. Και αν αναρωτιέστε πόσο μεγάλο κομμάτι είναι αυτό, τότε κάντε μια απλή πράξη: αθροίστε τις ώρες δουλειάς εβδομαδιαίως με την μετακίνηση από και προς τη δουλειά, την προετοιμασία για τη δουλειά και την αποθεραπεία μετά τη δουλειά. Σε αυτό προσθέστε την ώρα που ξοδεύετε εκτός δουλειάς να ανησυχείτε για τη δουλειά, να γκρινιάζετε για τη δουλειά και να ονειρεύεστε κάποια άλλη δουλειά..δε μένει και πολύς χρόνος έτσι δεν είναι;

Αυτό σημαίνει πως εάν θέλετε να αφιερώσετε περισσότερο χρόνο στο να κάνετε όσα αγαπάτε και σας γεμίζουν, τότε η δουλειά θα πρέπει να γίνει το λιγότερο σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητάς σας.

Τι έχει αλλάξει ωστόσο από την εποχή της φάμπρικας; Σίγουρα όλοι μας θα κάναμε μια δουλειά που αγαπάμε εάν μπορούσαμε. Οπότε γιατί μένουμε σε δουλειές που δεν μας προσφέρουν τίποτα ποιοτικό και στις περισσότερες περιπτώσεις τίποτα ποσοτικό; Το κάνουμε για το σπορ; Η απάντηση είναι πως όχι, απλώς δεν έχουμε επιλογή, διότι για καθέναν από εμάς υπάρχουν ευθύνες που μας πιέζουν επί καθημερινής βάσης.

Ακόμα και η ιδέα της «καριέρας» έχει αλλάξει

Πολλά έχουν αλλάξει στη γενιά μας και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πλέον περισσότερες εναλλακτικές ως προς το τι να κάνουν. Είμαστε πιο ευέλικτοι πλέον, όχι μόνο από πλευράς μετακινήσεων αλλά και από πλευράς αλλαγής δουλειάς.

Αυτό που απαιτείται πλέον στον εργασιακό κόσμο είναι πολύ πιο βραχυπρόθεσμο:  μία γρήγορη απάντηση στις απαιτήσεις του σήμερα.

Η ιδέα που υπήρχε στις προηγούμενες γενιές της μίας δουλειάς μέχρι τη σύνταξη τείνει πλέον να εξαλειφθεί παγκοσμίως. Ακόμα και η ιδέα της καριέρας έχει αλλάξει σε σχέση με το πώς την βίωναν οι γονείς μας ή οι παππούδες μας. Αυτό που απαιτείται πλέον στον εργασιακό κόσμο είναι πολύ πιο βραχυπρόθεσμο:  μία γρήγορη απάντηση στις απαιτήσεις του σήμερα. Κάτι που συνεπάγεται ταυτόχρονα μεγάλη επαγγελματική αβεβαιότητα αλλά και μια τεράστια ευκαιρία για όσους μπορούν να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες της αγοράς.

Η τεχνολογία έχει αλλάξει και συνεχίζει να μεταβάλλεται. Οι νέες τεχνολογίες έχουν καταστήσει εξαιρετικά εύκολη και γρήγορη τη δημιουργία εταιρειών, προϊόντων και υπηρεσιών, την εύρεση πελατολογίου και τη διαφήμιση της επιχείρησης με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Προσθέστε όλα αυτά μαζί και έχετε μια τεράστια ευκαιρία: να κάνετε αυτό που αγαπάτε και να το κάνετε επάγγελμα.

Ποτέ ξανά οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο δεκτικοί στην προοπτική ενός τέτοιου βήματος. Ίσως επειδή ποτέ πριν δεν ήταν τόσο ρευστά τα πράγματα στην εργασιακή πραγματικότητα.

Οπότε είναι κάτι εύκολο, σωστά; Φυσικά και όχι.

Το να αφήσει κανείς τη δουλειά του σήμερα, σημαίνει να αφήσει κάτι το οποίο ούτως ή άλλως έχει δυσκολευτεί να βρει, να αφήσει κάτι που πιθανότατα έχει κοπιάσει να κρατήσει σταθερό μέχρι σήμερα, να αφήσει την επίφαση βεβαιότητας και σταθερότητας που έχει για τα επαγγελματικά του και να ανοιχτεί εκ νέου, στο άγνωστο και αφιλόξενο τοπίο της αγοράς εργασίας.

Κυρίως όμως σημαίνει να αφήσει πίσω του οποιεσδήποτε τυχόν ιδέες και προσδοκίες τρέφουν οι γύρω του για την επαγγελματική του πορεία, να κλείσει τα αυτιά του σε όλους τους δύσπιστους και απαισιόδοξους και να λάβει ένα πολλαπλό ρίσκο, επαγγελματικό, προσωπικό, ψυχικό. Μία τέτοια κίνηση, απαιτεί πραγματικά γερά νεύρα, αλλά και γερή πίστη πως οι πιθανές αποτυχίες που θα παρουσιαστούν είναι λιγότερο σημαντικές από μία συνεχόμενη καθημερινότητα άνευ ουσίας και διαρκούς ψυχικής φθοράς.

Και επειδή ο χρόνος μας είναι πραγματικά ό,τι πολυτιμότερο διαθέτουμε και αυτό γιατί είναι κάτι αναντικατάστατο, μήπως να τον επενδύαμε σε κάτι το οποίο μας γεμίζει την καθημερινότητα προσθέτοντας της ποιότητα αντί να μας αφαιρεί χρόνια ζωής από το stress;

Μήπως, μερικές φορές η καλύτερη τακτική είναι η παραίτηση από όσα μας φθείρουν και η επένδυση στην ελπίδα της αβέβαιης επιτυχίας ενός ονείρου;

Εξάλλου, όπως είχε πει και ο πρεσβευτής των αλλαγών Ηράκλειτος «Εάν δεν ελπίζεις στο ανέλπιστο, δεν θα το βρεις ποτέ».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ