Άντεξαν στην πανδημία οι ελληνικές βιομηχανίες

Οι μεγάλες κερδισμένες της κρίσης είναι οι πλατφόρμες παραγγελίας και παράδοσης φαγητού και προϊόντων σούπερ-μάρκετ

25 Ιουλίου 2021

του/της Newsroom

Αντιστάσεις σε μια αγορά η οποία δέχτηκε ισχυρές πιέσεις λόγω της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία και τα lockdown στην αγορά επέδειξαν οι βιομηχανίες και οι εταιρείες που είχαν “πόδι” στην αγορά των σούπερ- μάρκετ. Αυτή η διέξοδος κάλυψε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τις απώλειες που έγραψαν οι πωλήσεις τους στον κλάδο του HORECA (Hotel, Restaurant, Catering).

Η ΟΠΤΙΜΑ, ο βιομηχανικός και εμπορικός βραχίονας στον κλάδο των τυροκομικών της οικογένειας Παντελιάδη, που ελέγχει την αλυσίδα σούπερ-μάρκετ My Market και την αλυσίδα Cash & Carry METRO, πέτυχε πέρυσι ανάπτυξη πωλήσεων και μεριδίου αγοράς. Ο κύκλος εργασιών της αυξήθηκε κατά 2,7% σε σχέση με το 2019 και έφτασε στα 140.909.884 ευρώ, παρά το δυσμενές περιβάλλον που διαμόρφωσε η πανδημία. Η ανάπτυξη πωλήσεων συνοδεύτηκε και από αύξηση της κερδοφορίας, η οποία σε επίπεδο κερδών προ φόρων ανήλθε στα 13.277.460 ευρώ, βοηθούμενη από το θετικό μείγμα πωλήσεων αλλά και την αποτελεσματική διαχείριση του κόστους. Για τη φετινή χρονιά η διοίκηση της εταιρείας, όπως λέει ο διευθύνων σύμβουλός της, Γιώργος Καραμπέτσος, αναμένει πιέσεις στην κερδοφορία λόγω της αύξησης της τιμής των πρώτων υλών, ειδικά της τιμής του γάλακτος, ωστόσο κύριο μέλημά της παραμένει η ενίσχυση της οργανικής της ανάπτυξης.

Την ίδια στιγμή, η γαλακτοβιομηχανία Δωδώνη πέτυχε πέρυσι τζίρο 138 εκατ. ευρώ, 28% υψηλότερος σε σχέση με το 2019, ενώ το μικτό περιθώριο ήταν ελαφρώς χαμηλότερο, στο 19,4%, εν μέρει ως αποτέλεσμα του αυξημένου κόστους προμήθειας πρώτης ύλης (γάλακτος). Η αύξηση των πωλήσεων είναι κυρίως αποτέλεσμα της 100% ενοποίησης της λειτουργίας της Δωδώνη Κύπρου, η οποία πλέον συνεισφέρει περισσότερο από 20% στις συνολικές πωλήσεις του ομίλου. Το συνολικό καθαρό κέρδος για τον όμιλο ανήλθε σε 5 εκατ. ευρώ.

Οι γλυκές επιδόσεις της ΙΟΝ

Η ιστορική ελληνική βιομηχανία σοκολάτας ΙΟΝ Α.Ε. κατάφερε να διατηρήσει τις επιδόσεις της. Ο τζίρος του ομίλου ανήλθε σε 118,909 εκατ. ευρώ, οριακά αυξημένος σε σύγκριση με τα 118,843 εκατ. ευρώ του 2019, τα μικτά κέρδη διαμορφώθηκαν σε 47,219 εκατ. ευρώ και ήταν μειωμένα 5,1%, έναντι 49,781 εκατ. ευρώ, τα κέρδη προ φόρων διαμορφώθηκαν σε 11,696 εκατ. ευρώ, μειωμένα 18%, έναντι 14,268 εκατ. ευρώ, και το καθαρό αποτέλεσμα, δηλαδή τα κέρδη μετά από φόρους, διαμορφώθηκε σε 8,734 εκατ. ευρώ, μειωμένο κατά 18% σε σχέση με το 2019. Όπως αναφέρει η διοίκηση της εταιρείας, το πρώτο εξάμηνο του 2020 τα έσοδα ήταν σταθερά παρά τις αντίξοες συνθήκες που διαμορφώθηκαν λόγω της επιδημίας του κορονοϊού, αλλά το δεύτερο κύμα της πανδημίας το φθινόπωρο με την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων έφερε μια ήπια πτώση πωλήσεων στην εσωτερική αγορά. Η εταιρεία, παρά την κρίση της πανδημίας, πραγματοποίησε σημαντικές επενδύσεις 4,94 εκατ. ευρώ το 2020, συνεχίζοντας το επενδυτικό της πρόγραμμα, για το οποίο είχαν δαπανηθεί 2,76 εκατ. ευρώ το 2019.

Η σταθερή ανάπτυξη της Παπουτσάνης

Στην περίπτωση της Παπουτσάνης, η βιομηχανία κατάφερε να καλύψει τις απώλειες από την τουριστική αγορά με νέα προϊόντα και μεγαλύτερη δίοδο στα σούπερ-μάρκετ. Αυτή η τάση συνεχίζεται και τη φετινή χρονιά. Το πρώτο εξάμηνο της τρέχουσας χρήσης ο τζίρος της κατέγραψε ανάπτυξη 15,7% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020, ανερχόμενος στα 24,19 εκατ. ευρώ. Οι λόγοι που συνέβαλαν στη αύξηση στον κύκλο εργασιών ήταν οι υψηλές επιδόσεις που σημείωσε η εταιρεία στις κατηγορίες των επώνυμων προϊόντων, εξαιρουμένων των αντισηπτικών, παραγωγών για τρίτους και στις πωλήσεις σαπωνόμαζας. Οι εξαγωγές της Παπουτσάνης ανήλθαν σε 14,4 εκατ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2021, που αντιπροσωπεύει ποσοστό 60% του συνολικού κύκλου εργασιών, καταγράφοντας αύξηση 38% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Σημειώνεται πως το 23% των συνολικών εσόδων προέρχεται από πωλήσεις επώνυμων προϊόντων της Παπουτσάνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό, το 8% από πωλήσεις προς την ξενοδοχειακή αγορά, το 54% από παραγωγές προϊόντων για τρίτους και το 15% από βιομηχανικές πωλήσεις σαπωνομαζών. Σε ό,τι αφορά τα ξενοδοχειακά προϊόντα, το πρώτο εξάμηνο του 2021 ο τζίρος της κατηγορίας μειώθηκε κατά περίπου 5% σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2020. Παρ’ όλα αυτά, η διοίκηση της εταιρείας, με βάση τις παραγγελίες εσωτερικού αλλά και εξωτερικού και σε συνδυασμό με τις νέες συμφωνίες με διεθνείς αλυσίδες που αρχίζουν να υλοποιούνται, εκτιμά ότι το τρέχον έτος η κατηγορία θα παρουσιάσει αύξηση τουλάχιστον 60% σε σχέση με το 2020. Για το σύνολο της φετινής χρονιάς ο Μενέλαος Τασόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Παπουτσάνης, εκτιμά πως η βιομηχανία θα επιτύχει ανάπτυξη άνω του 20% σε σχέση με πέρυσι.

Και ο μεγάλος κερδισμένος

Φυσικά, οι μεγάλες κερδισμένες της κρίσης είναι οι πλατφόρμες παραγγελίας και παράδοσης φαγητού και προϊόντων σούπερ-μάρκετ. Πλέον χαρακτηριστική περίπτωση η efood, τα έσοδα της οποίας ανήλθαν πέρυσι στα 64,488 εκατ. ευρώ, από 43,171 εκατ. ευρώ που ήταν το 2019. Η αύξηση στον κύκλο εργασιών προήλθε κυρίως από την αύξηση των παραγγελιών, με αποτέλεσμα την αύξηση των εσόδων από προμήθειες, που σημείωσαν άνοδο κατά 13,4 εκατ. ευρώ, στα 46,143 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, ο τζίρος της αυξήθηκε και λόγω της χρήσης των υπηρεσιών προώθησης των συνεργαζόμενων καταστημάτων στην πλατφόρμα, όπως premium placement, προτεινόμενα πιάτα κ.λπ. Τα έσοδα από παροχή υπηρεσιών ανήλθαν στα 13,527 εκατ. ευρώ, 5,3 εκατ. ευρώ περισσότερα από το 2019, τα EBITDA σε 31,653 εκατ. ευρώ, από 23,705 εκατ. ευρώ, και τα καθαρά κέρδη μετά από φόρους στα 21,39 εκατ. ευρώ, 27,2% περισσότερα από το 2019.

Πηγή: capital.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

24 Απριλίου 2024