Διάβασα στην «Καθημερινή» ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του καθηγητή Στάθη Καλύβα, σχετικά µε την ελληνική τουριστική ανάπτυξη και τους κινδύνους που αυτή εγκυμονεί, αφενός μεν από την υπερ-μαζικοποίηση του τουρισμού, αφετέρου δε από τη στροφή της αγοράς στο κοινό εξαιρετικά υψηλών εισοδημάτων, άρα και τουριστικών δαπανών.
Στην πρώτη περίπτωση ο προβληματισμός έγκειται στο ότι δεν μπορεί η Πολιτεία να παρακολουθήσει με κατάλληλες υποδομές τη ραγδαία αύξηση της επισκεψιμότητας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κορεσμός σε οδικά δίκτυα, ύδρευση, αποχέτευση, μηχανισμούς καθαριότητας και τελική συνέπεια την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής μονίμων κατοίκων, αλλά και τουριστών. Στη δεύτερη περίπτωση, εκφράζεται η ανησυχία ότι η στροφή αυτή ανεβάζει υπέρμετρα το κόστος των υπηρεσιών που συνοδεύουν το μπάνιο στη θάλασσα, όπως η χρήση ξαπλώστρας ή η διαμονή και εστίαση σε θερινούς προορισμούς, στερώντας δυνητικά από τη μέση ελληνική οικογένεια τη δυνατότητα να απολαύσει το ελληνικό καλοκαίρι.
Καθώς ταυτίζομαι απόλυτα με το πρώτο σκέλος του προβληματισμού (μαζικοποίηση), θα ήθελα να μοιραστώ κάποιες σκέψεις για το δεύτερο, την «ελιτοποίηση» του ελληνικού καλοκαιριού. Ας αναγνωρίσουμε αρχικά ότι κάθε παρεχόμενη υπηρεσία εμφανίζει –και εύλογα– μια διαβάθμιση στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, άρα και στην τιμή. Μπορούμε, ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητές μας, να μετακινηθούμε πεζή, με λεωφορείο, με ταξί, ή με μισθωμένη λιμουζίνα. Δεν είναι, λοιπόν, κατ’ αρχήν παράλογο ορισμένες περιπτώσεις θερινών προορισμών να θυμίζουν τη μισθωμένη λιμουζίνα του παραδείγματός μας, τόσο ως προς αυτό που προσφέρουν (πολυτέλεια, άνεση κ.λπ.), όσο και ως προς το «αλμυρό» τους αντίτιμο. Μάλλον δε είναι πολύ θετικό, καθώς αυτή η δυνατότητα που παρέχει η χώρα μας, συνδράμει ουσιαστικά στο ΑΕΠ και στα δημόσια έσοδα, κοινώς φέρνει (άφθονο) χρήμα στον τόπο. Χρήμα, το οποίο ακόμη και αν παράγεται σε μια συγκεκριμένη επιχείρηση, μιας συγκεκριμένης παραλίας ενός ούτως ειπείν ακριβού νησιού, διαχέεται σε ολόκληρη τη χώρα, μέσα από το οικοσύστημα εργαζομένων και προμηθευτών που την υποστηρίζουν.
Ας δούμε τώρα, αν η ελληνική τουριστική αγορά προσφέρει όλη τη διαβάθμιση ποιότητας – και αντιτίμων. Εδώ θεωρώ ότι μπορούμε να νιώθουμε αρκετά ασφαλείς και αισιόδοξοι. Η χώρα μας έχει περίπου 15.000 χιλιόμετρα ακτογραμμής (περίπου το μισό όλης της Αφρικής!), εκ των οποίων τα 5.400 χιλιόμετρα καταλαμβάνουν οι 1.542 επίσημα χαρακτηρισμένες και οι πολλαπλάσιες «ανεπίσημες» παραλίες. Ειδικότερα, μόνο η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, πέρα από τους πασίγνωστους ορεινούς προορισμούς της (Παρνασσός, Ευρυτανία, Οίτη, Δίρφυς), προσφέρει 149 χαρακτηρισμένες και περίπου 500 συνολικά παραλίες από την παραλιακή Φωκίδα μέχρι τη Σκύρο. Οσο ραγδαία, λοιπόν, και αν εξαπλώνεται το υψηλής πολυτέλειας τουριστικό προϊόν… θα χωρέσουμε!
H δυνατότητα κάποιων πολύ ακριβών τουριστικών προορισμών και υπηρεσιών που παρέχει η χώρα μας συνδράμει ουσιαστικά στο ΑΕΠ και στα δημόσια έσοδα.
Τα καλά νέα όμως είναι άλλα. Οι περισσότερες από αυτές τις εκατοντάδες παραλίες βρίσκονται μια ανάσα από τα αστικά κέντρα και –ταπεινή μας άποψη– δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τα παγκοσμίως γνωστά και ενδεχομένως απλησίαστα παραλιακά θέρετρα της χώρας. Εστω χωρίς το ισχυρό brand name, ίσως με πιο λεπτά στρώματα στις ξαπλώστρες και ενδεχομένως με μικρότερο κατάλογο για cocktails. Ή ακόμη και χωρίς καθόλου brand name, με ψάθες στην άμμο αντί για ξαπλώστρες, και καφέ σε χάρτινο ποτήρι, αντί για cocktails. Σίγουρα, όμως, με τα ίδια κρυστάλλινα νερά, τις απολαυστικές αμμουδιές και τα πανέμορφα τοπία!
Διανύοντας, λοιπόν, δυναµικά το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, ας απολαύσουμε τις τελευταίες θερινές αποδράσεις μας. Σε οποιαδήποτε παραλία, πολυτελή ή μη, από τις αμέτρητες με τις οποίες είναι προικισμένη η πιο όμορφη χώρα του κόσμου, που έχουμε την τύχη να κατοικούμε!