Τροχοπέδη στην ανάπτυξη του θεσμού των ενεργειακών κοινοτήτων στην Ελλάδα θέτει η έλλειψη διαθεσιμότητας επαρκούς ηλεκτρικού χώρου στα δίκτυα.
Ο αριθμός των αιτήσεων έργων αυτοπαραγωγής που απορρίπτονται από τον ΔΕΔΔΗΕ λόγω αδυναμίας σύνδεσης στο δίκτυο διαρκώς αυξάνεται, όπως καταδεικνύει έκθεση του «Τhe Green Tank» που αφορά την ανάπτυξη ενεργειακών κοινοτήτων στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας.
Σύμφωνα με την έκθεση για την κάλυψη των αναγκών περίπου 245.000 οικιακών καταναλωτών σε 12 δήμους της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας (Κοζάνης, Βοΐου, Εορδαίας, Σερβίων, Βελβεντού, Φλώρινας, Αμυνταίου, Πρεσπών, Μεγαλόπολης, Οιχαλίας, Γορτυνίας και Τρίπολης) απαιτείται η δημιουργία ενεργειακών κοινοτήτων και εγκατάσταση 272 MW με 300 MW (μεγαβάτ) φωτοβολταϊκών σταθμών.
Μάλιστα, ήδη οι ενεργές αιτήσεις για εμπορικά έργα ενεργειακών κοινοτήτων, δηλαδή έργα που προορίζονται για πώληση της παραγόμενης ενέργειας σε αυτούς τους δήμους φτάνουν ήδη τις 491 για 428,6 MW. Ωστόσο, για το 75% των αιτήσεων στη Δυτική Μακεδονία και για το 66,7% στην Πελοπόννησο υπάρχει αδυναμία σύνδεσης από το δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ.
Έτσι γίνεται ορατός ο κίνδυνος να χαθεί η μεγάλη ευκαιρία ανάπτυξης ενεργειακών κοινοτήτων στις λιγνιτικές περιοχές της χώρας παρά το ενδιαφέρον των πολιτών και την ύπαρξη σημαντικών πόρων για την ανάπτυξη τέτοιων έργων. Το πρόβλημα της διασφάλισης ηλεκτρικού χώρου για ενεργειακές κοινότητες που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν οικιακούς καταναλωτές, μέσω εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού (virtual net metering), εντοπίζεται στα μηδενικά ή ελάχιστα περιθώρια που υπάρχουν στα θερμικά όρια των γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και στη λεγόμενη «στάθμη βραχυκύκλωσης» του δικτύου διανομής μέσης τάσης, στις περιοχές Κοζάνης, Αμυνταίου και Μεγαλόπολης. Και εντείνεται, έτι περαιτέρω, από το γεγονός ότι εκκρεμούν πάρα πολλά αιτήματα για προσφορά όρων σύνδεσης από επενδυτές διαφόρων κατηγοριών.
Ενίσχυση δικτύων
Στις λύσεις _ πέραν της αυτονόητης επέκτασης και ενίσχυσης των δικτύων (κάτι που απαιτεί χρόνο και χρήμα) _ περιλαμβάνονται και έμμεσοι τρόποι δημιουργίας ηλεκτρικού χώρου στα δίκτυα (π.χ. με περιορισμούς έγχυσης από διάφορες κατηγορίες σταθμών ΑΠΕ), οι οποίοι έχουν προωθηθεί με διάφορες ρυθμίσεις τον τελευταίο χρόνο. «Θα πρέπει όμως να διασφαλιστεί με σχετική νομοθετική ρύθμιση πως ο προκύπτων ηλεκτρικός χώρος θα διατεθεί κατά προτεραιότητα σε έργα αυτοκατανάλωσης και ενεργειακών κοινοτήτων με εικονικό ενεργειακό συμψηφισμό», αναφέρει η έκθεση του “The Green Tank” , η οποία εκπονήθηκε από τον σύμβουλο σε θέματα ενέργειας και περιβάλλοντος κ. Στέλιο Ψωμά, με την επιμέλεια του αναλυτή πολιτικής κ. Νίκο Μάντζαρη.
Το περιθώριο βραχυκύκλωσης αποτελεί έναν από τους κυρίαρχους περιορισμούς που δεν επιτρέπουν την αύξηση της ικανότητας υποδοχής διεσπαρμένων έργων. «Ένας έξυπνος και γρήγορα υλοποιήσιμος τρόπος για να αμβλυνθούν τα προβλήματα κορεσμού των δικτύων ειδικά για τις ενεργειακές κοινότητες είναι η εγκατάσταση συστημάτων αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας “πίσω από τον μετρητή”, η συνύπαρξη δηλαδή φωτοβολταϊκών σταθμών με μπαταρίες», σημειώνει ο κ. Ψωμάς.
Και προσθέτει: «Στην περίπτωση φωτοβολταϊκών σταθμών για εφαρμογή εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού, αυτό που κάνουν οι μπαταρίες είναι να μεταθέτουν χρονικά την έγχυση ενέργειας στο δίκτυο, η οποία θα συνέβαινε υπό κανονικές συνθήκες τις ώρες ηλιοφάνειας, δηλαδή ώρες που κατά κανόνα εμφανίζεται (ή θα εμφανίζεται μελλοντικά) το πρόβλημα κορεσμού των δικτύων. Η έγχυση τις απογευματινές, νυχτερινές ή πρωινές ώρες παρέχει μια ελάφρυνση στα δίκτυα, διευρύνοντας τα περιθώρια διείσδυσης νέων σταθμών ΑΠΕ».
Επιδότηση της μπαταρίας
Σε κάθε περίπτωση στην έκθεση Τhe Green Tank καταδεικνύεται ότι η επένδυση χωρίς σύστημα αποθήκευσης παρουσιάζει καλύτερες αποδόσεις, εκτός και αν υπάρξει επιδότηση της μπαταρίας, οπότε τότε η απόδοση είναι συγκρίσιμη. Παρόλα αυτά, η ύπαρξη συστήματος αποθήκευσης μπορεί να αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη σύνδεση του φωτοβολταϊκού στο δίκτυο, δεδομένης της έλλειψης επαρκούς ηλεκτρικού χώρου.
Ειδικά για τις λιγνιτικές περιοχές, αν θεωρηθεί ότι όλες οι ανάγκες καλύπτονται από φωτοβολταϊκούς σταθμούς ισχύος 500 kWp (και όχι μεγαλύτερους οπότε θα υπήρχε και οικονομία κλίμακας), θα απαιτηθούν συνολικά επενδύσεις 207 εκατ. ευρώ με 228 εκατ. ευρώ (σενάριο επενδύσεων μόνο σε φωτοβολταϊκά) ή αντίστοιχα 370 εκατ. ευρώ με 408 εκατ. ευρώ (σενάριο επενδύσεων σε φωτοβολταϊκά με μπαταρίες). Και αυτά θεωρώντας πως το σύνολο των νοικοκυριών των υπό εξέταση περιοχών καλύπτεται από ενεργειακές κοινότητες με εικονικό ενεργειακό συμψηφισμό, δηλαδή χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν ότι πολλοί οικιακοί καταναλωτές θα προσφύγουν στη λύση της αυτοκατανάλωσης, τοποθετώντας ένα μικρό φωτοβολταϊκό (με ή χωρίς αποθήκευση) στη στέγη τους.
Τμήμα των απαιτούμενων πόρων μπορεί να προέλθει από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης ή τους εθνικούς πόρους που στηρίζουν τη Δίκαιη Μετάβαση των λιγνιτικών περιοχών, μέσω των εσόδων δημοπράτησης δικαιωμάτων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Ωστόσο, η υλοποίηση του σχεδίου κάλυψης των ενεργειακών αναγκών στις δύο υπό απολιγνιτοποίηση περιοχές, μέσω ενεργειακών κοινοτήτων απαιτεί την ύπαρξη επαρκών δικτύων.
Γι΄ αυτό οι μελετητές του The Green Tank προτείνουν ότι, οι δημόσιοι πόροι θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να στραφούν στην ενίσχυση και επέκταση των δικτύων και στην επιδότηση των υβριδικών συστημάτων φωτοβολταϊκών και αποθήκευσης για έργα αυτοπαραγωγής από ενεργειακές κοινότητες, αφού αυτά θα ενισχύσουν την ευστάθεια των δικτύων και θα κάνουν εφικτή την υλοποίηση των έργων.
Επίσης, θα πρέπει να παρασχεθούν κρατικές εγγυήσεις προς ενεργειακές κοινότητες που αξιοποιούν το εργαλείο του εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού, προκειμένου να μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τράπεζες οι πολίτες των λιγνιτικών περιοχών.