Η Λέλα (Ελένη) Καραγιάννη, γεννήθηκε στη Λίμνη της Εύβοιας το 1898. Πατέρας της ήταν ο Αθανάσιος Μινόπουλος και μητέρα της η Σοφία Μπούμπουλη, σπετσιώτικης καταγωγής, απόγονος της θρυλικής Μπουμπουλίνας. Ο πατέρας της πέθανε νωρίς και η οικογένειά της μετακόμισε αρχικά στη Χαλκίδα και στη συνέχεια στην Αθήνα.
Στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, η νεαρή Λέλα εντάχθηκε στο Σώμα Εθελοντριών Αδελφών του Ερυθρού Σταυρού και αποσπάστηκε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί γνώρισε τον αξιωματικό του Στρατού Νικόλαο Καραγιάννη, από τον Μπουρνόβα της Σμύρνης, τον οποίο, ανάμεσα σε άλλους περιέθαλψε. Ο Καραγιάννης, που έγινε στη συνέχεια σύζυγός της, μετέφερε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οικογένειάς του, ήταν αρωματοποιοί και φαρμακέμποροι, στην Αθήνα (Ομόνοια).
Γρήγορα η δράση της έγινε αντιληπτή. Τον Ιούνιο του 1941, οι Γερμανοί συνέλαβαν τρία από τα παιδιά της και τον Οκτώβριο (του 1941), την ίδια και τον σύζυγό της. Κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ για 7 μήνες.
Έχοντας λίγα στοιχεία σε βάρος της, το ιταλικό στρατοδικείο την αθώωσε. Λίγο μετά την αποφυλάκισή της (καλοκαίρι 1942), η Καραγιάννη επανέλαβε τη δράση της πιο συστηματικά, επικοινωνώντας με πράκτορες του συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής στην Αίγυπτο.
Η οργάνωσή της, η «Μπουμπουλίνα», έστελνε όχι μόνο φυγάδες αλλά και σημαντικές πληροφορίες για τη δύναμη, τη σύνθεση και τις κινήσεις των γερμανικών και ιταλικών δυνάμεων και των κατασκόπων τους, στη χώρα μας.
Κύριο κέντρο της οργάνωσης, ήταν το μοναστήρι του Αγίου Ιεροθέου στα Μέγαρα. Εντυπωσιακό στοιχείο, είναι ότι στο δίκτυο πληροφοριών της «Μπουμπουλίνας», είχαν ενταχθεί πολλοί Γερμανοί και Ιταλοί αντιφασίστες. Παράλληλα, μέλη της οργάνωσης, είχαν κάνει δολιοφθορές εναντίον εχθρικών στόχων.
Όμως, το καλοκαίρι του 1944, έπεσε στα χέρια των Γερμανών, έγγραφο της «Μπουμπουλίνας» προς το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής και σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία (πιθανότατα ομολογίες κρατουμένων ή καταδόσεις), συνελήφθη η Λέλα Καραγιάννη που νοσηλευόταν στον Ερυθρό Σταυρό, από την Γκεστάπο. Την ίδια τύχη είχαν και πέντε παιδιά της.
Η Καραγιάννη, δεν λύγισε στις ανακρίσεις και τα βασανιστήρια στην έδρα των SS στην οδό Μέρλιν και κλείστηκε στη συνέχεια στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.
Ήταν εντυπωσιακή η αποφασιστικότητα με την οποία άντεξε να βλέπει ακόμα και το μαρτύριο των παιδιών της, ενώ μετέδιδε τον πατριωτικό ενθουσιασμό της και σε άλλους συγκρατούμενούς της.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, ένα μήνα περίπου πριν την απελευθέρωση, οι Γερμανοί αφού δεν μπόρεσαν να της αποσπάσουν πληροφορίες, την έστειλαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Εκτελέστηκε σε μια χαράδρα κοντά στη Μονή Δαφνίου, φωνάζοντας στους υπόλοιπους που είχαν καταδικαστεί μαζί της: «Ψηλά τα κεφάλια»!
Για τη δράση της και τον ηρωισμό της, η Λέλα Καραγιάννη τιμήθηκε ως εθνική ηρωίδα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, όσο λίγοι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.
Το 1947, η Ακαδημία Αθηνών της απένειμε το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας.
Στο Πολεμικό Μουσείο της Αθήνας, έχει στηθεί μπρούντζινη προτομή της, ενώ ανάμεσα στο Εθνικό Μουσείο και το Πολυτεχνείο, στην οδό Τοσίτσα, υπάρχει μαρμάρινη προτομή της.
Την προτομή αυτή, έργο της γλύπτριας Λουκίας Γεωργαντή, που τοποθετήθηκε εκεί το 1963, βανδάλισαν άγνωστοι στις 26 Σεπτεμβρίου 2016.
Τέλος, στη συμβολή των οδών Λέλας Καραγιάννη, αριθμός 1 και Σταυροπούλου, στην Αθήνα, κοντά στην Πλατεία Αμερικής, βρίσκεται η Οικία Λέλας Καραγιάννη. Είναι κτίριο του 1923, ανήκει στον Δήμο Αθηναίων και έχει κηρυχτεί από το 1995 ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Κορυφαία γυναικεία προσωπικότης της νεότερης ελληνικής ιστορίας, η Λέλα Καραγιάννη έχει αναγνωριστεί και τιμάται ως η πλέον καταξιωμένη και παρασημοφορημένη ηρωίδα της εθνικής αντίστασης κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα μεταξύ 1941 – 1944.
Η υπέρτατη φιλοπατρία της, η ανιδιοτέλεια και η αυτοθυσία της, τα φρικτά μαρτύρια που υπέστη από τα SS χωρίς να λυγίσει και ο τραγικός αλλά ανεπανάληπτα ηρωικός της θάνατος, την έχουν κατατάξει ανάμεσα στους εθνομάρτυρες του γένους και ανατάξει δικαίως στο πάνθεον των Ηρώων.
Η αξιοθαύμαστη αυτή γυναίκα, που από μεσοαστή νοικοκυρά και πολύτεκνη μητέρα, χωρίς καμία εκπαίδευση, προϋπηρεσία ή εμπειρία σε θέματα στρατιωτικής φύσεως και σημασίας, κατάφερε με τη συμμετοχή της στον αγώνα να επηρεάσει αποτελεσματικά την έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και να κερδίσει όχι μόνο τον θαυμασμό των συμμάχων αλλά και τον σεβασμό του εχθρού.
Πρωτοπόρος «του μυστικού πολέμου», η Λέλα Καραγιάννη, υπήρξε «ο πρώτος Αθηναίος πολίτης», γυναίκα και μητέρα επτά (7) παιδιών, που ξεκίνησε οργανωμένη αντίσταση κατά των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής μόλις τρεις εβδομάδες από την εισβολή τους στην Αθήνα και την κατάληψη της πόλεως, στις 27 Απριλίου του 1941.
Ιστορικά αυτή η ημερομηνία συνδέεται άμεσα με την γέννηση του αντιστασιακού κινήματος των πολιτών και της λεγόμενης «σιωπηλής στρατιάς». Η σκοτεινή αυτή ημερομηνία σφράγισε ανεξίτηλα την καρδιά των Ελλήνων ως η πλέον «μαυροφορεμένη» άνοιξη στα χρονικά μας, μετά τη σταύρωση του Θεανθρώπου!
Ολόκληρο το ελληνικό έθνος την ημέρα εκείνη εθρήνησε καθώς αντίκρισε την ναζιστική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό, σήμα κατατεθέν βίας και θανάτου, να ανεμίζει ιερόσυλα στο βράχο της Ακροπόλεως. Η σπίθα του αθάνατου ελληνικού πνεύματος εφούντωσε στην ψυχή των Ελλήνων μαζί και της ηρωικής μάνας Λέλας Καραγιάννη.Το αίμα που κυλούσε στις φλέβες, κληρονομιά την ηρωικών προγόνων της την ενέπνευσαν και της έδωσαν την αποφασιστικότητα και το θάρρος να αγωνιστεί για την προάσπιση των υψηλών ιδανικών της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης.
Λάτρης της ελληνικής γης η Λέλα Καραγιάννη από νεαρής ηλικίας έτρεφε βαθύ σεβασμό και θαυμασμό για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία και τις παραδόσεις της πατρίδος της, μαζί με το ακράδαντο πιστεύω της στο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου και του κάθε έθνους να ζει ελεύθερο, δημιουργήθηκε στην ψυχή της το ερέθισμα που την ώθησε να υψώσει το ανάστημά της υπερήφανα και να εμπλακεί σε έναν σκληρό και άνισο αγώνα ενάντια στο σιδηρούν προσωπείο του πλέον παντοδύναμου Γ’ Ράιχ.Η απόφασή της αυτή δίδει μεγάλη βαρύτητα στο έργο της και αποδεικνύει πως η Λέλα Καραγιάννη δεν υπήρξε μία περιστασιακή ηρωίδα. Γεννήθηκε επιλεκτικά με το βαρύ πεπρωμένο να υπηρετήσει και να θυσιαστεί ηρωικά για την πατρίδα της. «Οι ήρωες γεννιούνται, δεν γίνονται». Γι’ αυτό και η φύση πολύ σοφά την επροίκισε με εξαιρετικά προσόντα. Η Λέλα Καραγιάννη υπήρξε μία πολυσύνθετη και χαρισματική προσωπικότητα. Ήταν ευφυέστατη, δραστήρια, αποφασιστική, θαρραλέα, με μεγάλη διορατικότητα και με σπάνιες ηγετικές ικανότητες. Τα πλούσια φυσικά της προσόντα υπήρξαν και τα μοναδικά της όπλα, χρήσιμα για τον αγώνα της.Σε μικρό χρονικό διάστημα βρέθηκε να πρωτοστατεί στις επάλξεις της εθνικής αντίστασης ως επικεφαλής της δικής της ομάδος, η οποία επεκτάθηκε, ειδικεύτηκε και έδρασε στους τομείς των φυγαδεύσεων, πληροφοριών και δολιοφθοράς. Ονόμασε την οργάνωσή της «Μπουμπουλίνα», χρησιμοποιώντας το πατρικό όνομα της μητέρας της Σοφίας Μπούμπουλη, απόγονο της ιστορικής οικογένειας των Σπετσιωτών καπεταναίων και της εθνικής ηρωίδος της επαναστάσεως του 1821, Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας.
Η ίδια εμφανίζεται και ενεργεί σε ειδικές περιπτώσεις ως Ελένη Μπούμπουλη αποφεύγοντας να χρησιμοποιήσει το επώνυμο του συζύγου της Ν. Καραγιάννη για να προστατεύσει την οικογένειά της και γίνεται γνωστή ως η Μπουμπουλίνα της Γερμανικής Κατοχής. Με τη συμμετοχή και την άμεση βοήθεια των έξι μεγαλύτερων τέκνων της, Ιωάννας, Βύρωνος, Ηλέκτρας, Γιώργου, Νέλσονος και Νεφέλης, των ιατρών της οικογενείας, καθώς και ολίγων στενών συγγενών και φίλων, τους οποίους επιστράτευσε και ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης της, εδραιώνει μία ομάδα πατριωτών, οι οποίοι εθελοντικά θέτουν την τύχη τους και τις υπηρεσίες τους στα χέρια και στην κρίση της για τον κοινό αγώνα υπέρ της ελευθερίας. Στη μορφή της Λέλας Καραγιάννη οι γενναίοι αυτοί πατριώτες βρήκαν την ηγέτιδα που αναζητούσαν.
Οι πρώτες της ενέργειες με καθαρά ανθρωπιστικό κίνητρο επικεντρώνονται στην ανεύρεση, διάσωση, περίθαλψη και φυγάδευση αξιωματικών και οπλιτών των βρετανικών και συμμαχικών δυνάμεων που είχαν αποκοπεί από τις μονάδες τους και αποκλειστεί στην Αθήνα με άμεσο κίνδυνο να συλληφθούν, να βασανιστούν και να εκτελεστούν. Αβοήθητοι αναζητούσαν καταφύγιο και τρόπο διαφυγής για να επανασυνδεθούν με τις μονάδες τους και να συνεχίσουν τον αγώνα. Για την Λέλα Καραγιάννη η αποστολή της να διασώζει ζωές όχι μόνο των νεαρών συμμάχων αλλά και όσων εκαταδιώκοντο και εκινδύνευαν από τους Γερμανούς, ανεξαρτήτου εθνικότητος και θρησκείας, όπως και πολλούς Εβραίους, απετέλεσε ιερό και επιβεβλημένο καθήκον. Ήταν ένα τεράστιο έργο που έφερε εις πέρας με πολλούς κινδύνους και θυσίες.
Εντούτοις, θεωρούσε πως η προσφορά της στον αγώνα δεν επαρκούσε. Υπέφερε να βλέπει την ταπεινωτική εξαθλίωση του ελληνικού λαού και συνανθρώπων της. Θέλει να χτυπήσει και να πονέσει τον εχθρό με ό,τι δυναμικό μπορούσε να διαθέσει. Να επιταχύνει την απελευθέρωση και να δώσει τέλος στη βία, τα μαρτύρια και τις πολλαπλές και άδικες εκτελέσεις των ηρωικών συμπατριωτών της. Γι’ αυτόν τον λόγο αρχίζει να καταστρώνει τολμηρά και ριψοκίνδυνα σχέδια. Με επίλεκτα μέλη της οργανώσεώς της αναπτύσσει ένα ισχυρό δίκτυο πληροφοριών και καταφέρνει να διεισδύσει στα απόρρητα των φασιστικών και ναζιστικών μυστικών υπηρεσιών και να αποσπάσει άκρως σημαντικές πληροφορίες για τις μετακινήσεις του εχθρού. Τις πολύτιμες αυτές πληροφορίες τις μεταδίδει στο Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Αναστολής, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν σοβαρές απώλειες στον εχθρό. Ανατινάξεις αεροδρομίων, καταυλισμών με καύσιμα και πυρομαχικά, καταβύθιση υποβρυχίων και νηοπομπών που μετέφεραν τρόφιμα και εφόδια στη Βόρειο Αφρική προς ενίσχυση της στρατιάς του Ρόμμελ και άλλες δολιοφθορές, ήταν όλα σχέδια της Λέλας Καραγιάννη και της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα».
Ενώ οι Γερμανοί βράζουν από θυμό και προσπαθούν να εντοπίσουν την πηγή που τους προκαλεί τόσες απώλειες, χωρίς καν να υποψιάζονται πως ήταν μια γυναίκα, οι Βρετανοί κυριολεκτικά την λατρεύουν και την επαινούν, αναγνωρίζοντας την αξία της. Μετά την επιτυχή έκβαση της κάθε αποστολής, της στέλνουν ευχαριστήρια μηνύματα μέσω του BBC με τον κωδικό «Jackson Jackson ευχαριστούμε το άρωμα». Εγνώριζαν ότι η οικογενειακή της επιχείρηση ήταν αρωματοποιεία. Με τη μεσολάβηση του Συμμαχικού Στρατηγείου και με συνδετικό κρίκο τον αρχηγό της Αστυνομίας Αθηνών Άγγελο Έβερτ, με τον οποίο συνεργαζόταν και ο οποίος την προμήθευε ταυτότητες για τους φυγάδες συμμάχους, η Λέλα Καραγιάννη έρχεται σε επαφή και συνεργάζεται με τον επικεφαλής αξιωματικό της βρετανικής αποστολής Νεοζηλανδό ταγματάρχη Donald Stott και γίνεται αποδεκτή στην αγγλική αντικατασκοπεία και μέλος της Force 133 και της FOE «Special Operations Executive».
Τον Ιούνιο του 1944, μετά από τέσσερα θυελλώδη χρόνια, γεμάτα κινδύνους και αγωνίες, η Λέλα Καραγιάννη συλλαμβάνεται, καθώς και πέντε από τα παιδιά της, ο Βύρων, η Ιωάννα, η Ηλέκτρα, ο Νέλσον και η Νεφέλη, που είχαν σταθεί στο πλάι της πιστοί και αφοσιωμένοι συνεργάτες. Οδηγήθηκαν χωριστά στα κρατητήρια της οδού Μέρλιν 6. Ένα κτίριο γνωστό ως το κολαστήριο του Κολωνακίου. Εκεί που πολλοί πατριώτες μαρτύρησαν και άφησαν την τελευταία τους πνοή. Μάνα και παιδιά είχαν την ατυχία να πέσουν στα χέρια ενός σαδιστή και αιμοχαρούς ανακριτή ονόματι Φριτς Μπέκε. Ανακρίνονται όλοι τους σκληρά, κακοποιούνται βάναυσα και βασανίζονται απάνθρωπα. Η Λέλα Καραγιάννη και ο γιος της Βύρων υπέφεραν τα χειρότερα μαρτύρια, της τροχαλίας, «φάλαγγα» στα πέλματα των ποδιών, μαστίγωμα και πολλά άλλα. Το ψυχολογικό μαρτύριο της μάνας είναι εξίσου επώδυνο. Ο ανακριτής Μπέκε εξοργισμένος από την αποτυχία του να της αποσπάσει ομολογία, την φέρνει σε αντιπαράσταση με τους γιους της Βύρωνα και Νέλσονα. Με το όπλο του κολλημένο στο κεφάλι τους απειλεί να τους εκτελέσει μπροστά στα μάτια της. Εκείνη τότε του είπε: «Είναι παιδιά μου αλλά είναι αθώοι. Είναι όμως και Έλληνες και τους γέννησα για την πατρίδα». Σε κατάσταση παραφροσύνης και θυμού ο Μπέκε της λέει: «Θα εκτελεστείτε όλοι». Δεν θέλει όμως να δώσει ακόμα το τέλος. Θέλει να τους βασανίσει όσο μπορεί πιο πολύ.Από τα κολαστήρια της οδού Μέρλιν η οικογένεια μεταφέρεται στις φυλακές συγκεντρώσεως του Χαϊδαρίου. Οι ανακρίσεις, η κακοποίησή τους και η τρομοκρατία συνεχίζεται για τρεις (3) μήνες. Τα ονόματά τους ήταν πλέον στη μαύρη λίστα για εκτέλεση.
Ο μεγαλύτερος γιος της Γιώργος στάθηκε ο πιο τυχερός από τα αδέλφια του. Ήταν το μόνο παιδί της που δεν βασανίστηκε γιατί κατάφερε να αποδράσει από το γραφείο του ανακριτή που στεγαζόταν στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού, την επόμενη μέρα της συλλήψεώς του. Με τη βοήθεια της μητέρας του φυγαδεύτηκε στην ύπαιθρο και παρέμεινε υπό την προστασία της βρετανικής αποστολής μέχρι την απελευθέρωση.
Καλοκαίρι του 1944, είναι εμφανές πια ότι ο άξονας χάνει τον πόλεμο. Οι ομαδικές όμως εκτελέσεις των πατριωτών συνεχίζονται. Η Λέλα Καραγιάννη βρίσκεται σε απομόνωση και περιμένει την σειρά της. Τρέμει και προσεύχεται για τα παιδιά της. Από την Βέρμαχτ έρχεται διαταγή να αρχίσει η υποχώρηση των στρατευμάτων κατοχής και να σταματήσουν οι εκτελέσεις. Τα αιμοχαρή όμως SS συνεχίζουν…
Ξημερώματα της 8ης Σεπτεμβρίου του 1944, δυστυχώς μόνο λίγες εβδομάδες πριν από την απελευθέρωση των Αθηνών, γίνεται η τελευταία και πιο άδικη εκτέλεση, γνωστή ως η εκτέλεση των 71 στο Χαϊδάρι. Στο κοντινό δασύλλιο του Δαφνίου έξι (6) γυναίκες και εξήντα πέντε (65) άντρες οδηγήθηκαν στο θάνατο, οι περισσότεροι πατριώτες και αγωνιστές της εθνικής αντίστασης.Η μορφή της Λέλας Καραγιάννη ξεχωρίζει με το παράστημά της. Ατενίζει τον θάνατο με αξιοπρέπεια, υπερηφάνεια και θάρρος. Η φωνή της ακούγεται να ενθαρρύνει τους μελλοθάνατους. «Ψηλά τα κεφάλια μας παιδιά. Είμαστε Έλληνες και πέφτουμε για την πατρίδα». Ενώ στήνονται τα μυδραλιοβόλα και το εκτελεστικό απόσπασμα παίρνει θέση, οι γυναίκες οδηγούνται πρώτες παράμερα στο ύψος μιας μικρής χαράδρας. Οι άντρες μετά από μία αποτυχημένη προσπάθεια να αρπάξουν τα όπλα και να κερδίσουν τον έλεγχο, αρχίζουν να ψάλλουν τον εθνικό ύμνο βλέποντας με υπερηφάνεια τις έξι (6) γυναίκες να τραγουδούν και να χορεύουν αναβιώνοντας τον ηρωικό Ζάλογγο, τον χορό των πολιορκημένων που δεν παραδίδονται:
« Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια παντοτινά,
Στη στεριά δεν ζει το ψάρι κι ούτ’ ο Έλλην στη σκλαβιά…».
Ξανά τα μυδραλιοβόλα αρχίζουν να κροταλίζουν ανελέητα και να θερίζουν τα ηρωικά κορμιά που ένα-ένα πέφτουν στην αγκαλιά της γενέτειρας ελληνικής γης.
«Ζήτω η πατρίδα! ζήτω η λευτεριά!», ήταν ο τελευταίος απόηχος…Η εκτέλεση αυτή υπήρξε η μελανότερη κηλίδα στην ιστορία της εθνικής αντίστασης. Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Νικόλαος Καραγιάννης κατάφερε με την εύνοια της Θείας Πρόνοιας να ελευθερώσει τα παιδιά του. Την ίδια όμως εκείνη ώρα η σωρός της μητέρας τους ενταφιέζετο στο οικογενειακό μνήμα του Β’ Νεκροταφείου Αθηνών με την φροντίδα των δύο αδελφών της Μαρίας και Καλλιόπης.
Την επομένη ημέρα οι Γερμανοί Διοικηταί Μέριγκ και Φύσερ αισθανόμενοι την ευθύνη που επέτρεψαν την απελευθέρωση των παιδιών της Λέλας Καραγιάννη και φοβούμενοι τις συνέπειες, άρχισαν να τα αναζητούν ευτυχώς χωρίς αποτέλεσμα.
Με πληροφορίες από ανάρτηση Στυλιανού Καβάζη