Της Φωτεινής Τζουβελέκη, φοιτήτριας φιλοσοφίας
Στην χώρα μας, έχουμε μεγάλη ετερογένεια. Δεν είμαστε όλοι στην εθνικότητα Έλληνες. Δεν είμαστε όλοι στη θρησκεία χριστιανοί. Η ξενοφοβία είναι ένα συχνό φαινόμενο, κάτι που υπήρχε από την έλευση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας το 1922, μέχρι σήμερα, με την έλευση προσφύγων του 2016. Σαν χώρα, έχω παρατηρήσει ότι φοβόμαστε το διαφορετικό. Τα τελευταία χρόνια όμως, ως επι το πλείστον, κυρίως στις νεαρότερες κοινωνικές μονάδες, έχει εκλείψει ο ρατσισμός και υπάρχει ή η αδιαφορία ή η συμβίωση με τους λεγόμενους ξένους.
Στην πραγματικότητα, αυτή η στροφή δεν είναι μικρό κατόρθωμα. Οι νεότερες γενιές μεγάλωσαν σε σχολικές τάξεις με παιδιά διαφορετικών εθνοτήτων, άκουσαν γλώσσες άλλες πέρα από τα ελληνικά στα διαλείμματα, έφαγαν μαζί φαγητά άλλων πολιτισμών και αντάλλαξαν γιορτές και συνήθειες. Έμαθαν ότι ο «ξένος» δεν είναι απειλή, αλλά συμμαθητής, γείτονας, φίλος. Και παρότι δεν εξαφανίστηκε εντελώς ο ρατσισμός, μεταμορφώθηκε σε κάτι πιο παθητικό: την αδιαφορία, που, αν και όχι ιδανική, είναι λιγότερο επιθετική.
Ωστόσο, υπάρχει ακόμα δρόμος. Σε πολλές περιπτώσεις, η ενσωμάτωση δεν είναι ισότιμη· οι πρόσφυγες και οι μετανάστες συχνά ζουν σε περιοχές με περιορισμένες ευκαιρίες, δυσκολεύονται να βρουν εργασία ή να γίνουν αποδεκτοί σε κοινωνικές δομές. Οι πολιτικές ενσωμάτωσης είναι ακόμα διστακτικές, και η δημόσια συζήτηση γύρω από τη διαφορετικότητα σπάνια γίνεται με ουσία και βάθος.
Η Ελλάδα, με την τόσο πλούσια ιστορία μετακινήσεων, προσφυγιάς και διασποράς, θα μπορούσε να είναι πρότυπο στην αποδοχή της ετερότητας. Ίσως γιατί ξέρουμε, στο συλλογικό μας ασυνείδητο, πώς είναι να μην σε δέχονται. Να φεύγεις κυνηγημένος, να κουβαλάς την ταυτότητά σου σαν βάρος.
Η πρόκληση για τα επόμενα χρόνια είναι να μετατρέψουμε αυτήν τη μνήμη σε πράξη. Να εκπαιδεύσουμε τη συνύπαρξη, όχι μόνο ως αναγκαίο κακό, αλλά ως πλούτο. Και κυρίως, να φτιάξουμε μια κοινωνία όπου δεν θα υπάρχει «εμείς και αυτοί», αλλά μόνο ένα συλλογικό «μαζί».