Τελικά υπάρχει Άγιος Βασίλης;

Τετάρτη απόγευμα, στο μάθημα Αγγλικών. Όλα κυλούν ήρεμα όπως σε κάθε μάθημα, αλλά ελαφρώς πιο υποτονικά από ότι συνήθως. Παρατηρώ ότι ο Ν. απαντά μεν στις ερωτήσεις και δείχνει να προσέχει, όμως το μυαλό του είναι αλλού και ένα συνοφρύωμα έχει συννεφιάσει το πρόσωπό του. Αφήνω κάτω το βιβλίο. “Τι συμβαίνει Νικόλα μου;” Με κοιτάζει […]

23 Δεκεμβρίου 2018

του/της Newsroom

Τετάρτη απόγευμα, στο μάθημα Αγγλικών. Όλα κυλούν ήρεμα όπως σε κάθε μάθημα, αλλά ελαφρώς πιο υποτονικά από ότι συνήθως. Παρατηρώ ότι ο Ν. απαντά μεν στις ερωτήσεις και δείχνει να προσέχει, όμως το μυαλό του είναι αλλού και ένα συνοφρύωμα έχει συννεφιάσει το πρόσωπό του. Αφήνω κάτω το βιβλίο.

“Τι συμβαίνει Νικόλα μου;”

Με κοιτάζει περίεργα, σα να τον ξάφνιασα ξυπνώντας τον από βαθειά σκέψη.

“Τίποτα. Απλώς, να…Κυρία, είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης;”

Ένα από τα εκπληκτικά πράγματα με τα παιδιά, είναι πως δεν σταματούν ποτέ να με εκπλήσσουν, όχι μόνο με τις απαντήσεις που δίνουν στις ερωτήσεις, αλλά, κυρίως, με τις ερωτήσεις που θέτουν. Και έχουν τόσο υψηλές προσδοκίες από εμάς τους μεγάλους. Είμαστε κάτι μεταξύ Θεού και φορητής εγκυκλοπαίδειας για αυτά. Είμαστε εκείνοι που τα ξέρουν όλα και έχουν όλες τις σωστές απαντήσεις. Ως εκ τούτου, τίθεται εύλογα το ερώτημα: Τι απαντάς σε μια τέτοια ερώτηση; Υπάρχει ή δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης;

Ο Νικόλας είναι επτά ετών. Αυτή είναι, η ηλικία κατά την οποία τα παιδιά ξεκινούν να κάνουν λογικούς συνειρμούς. Αρχίζουν να αντιλαμβάνονται και να διαχωρίζουν τις έννοιες του καλού και του κακού, και την διαφορά μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Οπότε αρχίζουν να γνωρίζουν τη διαφορά μεταξύ ψέματος και αλήθειας και να απαιτούν την αλήθεια και από τους μεγάλους.

Και το ερώτημα παραμένει: Τελικά ποιος τρώει τα κουλουράκια και πίνει το γάλα;

Η αλήθεια είναι ότι ο Άγιος Βασίλης παραμένει μια αμφιλεγόμενη φιγούρα μεταξύ πολλών επιστημόνων και γονέων. Υπάρχουν πολλές θέσεις στο ζήτημα που λένε ότι ο μύθος του Άι Βασίλη είναι κάτι κακό για τα παιδιά. Η βασική διαφωνία είναι ότι το να λες στα παιδιά ότι μια μαγική φιγούρα μεταφέρει και διανέμει δώρα στα παιδιά σε όλο τον κόσμο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, είναι ένα ψέμα. Αυτό το ψέμα μπορεί μεν να συνοδεύεται από καλές προθέσεις αλλά όπως και να χει είναι ένα ψέμα, ένα ψέμα που αναπόφευκτα κάποια στιγμή ανάλογα τον ρυθμό ανάπτυξης του παιδιού αποκαλύπτεται.

Και τι γίνεται όταν λάμψει η αλήθεια;

Υποστηρίζεται ότι η αποκάλυψη της αλήθειας μπορεί να είναι τραυματική για το παιδί και στην ουσία περνάει το μήνυμα ότι τα παιδιά δεν μπορούν να εμπιστευτούν όσα τους λένε οι γονείς τους. Και ακόμα περισσότερο, η χρήση ψέματος για να ενθαρρύνεις καλές συμπεριφορές είναι χειριστικού χαρακτήρα και ενθαρρύνει τα παιδιά να έχουν καλή συμπεριφορά για τους λάθος λόγους.

Υπάρχουν στοιχεία ότι οι επιβραβεύσεις (όπως τα χριστουγεννιάτικα δώρα) υποτιμούν τα κίνητρα των παιδιών. Άρα το να αναφερόμαστε στον Αϊ Βασίλη για να προωθήσουμε καλή διαγωγή, δεν είναι η καλύτερη τακτική αν η επιθυμία μας είναι να κρατήσουμε τα παιδιά «φρόνιμα» κατά τη διάρκεια του έτους. Ωστόσο δεν έχουμε καθόλου στοιχεία που να λένε ότι όταν μαθαίνουν την αλήθεια για τον Αϊ Βασίλη, βιώνουν τραύμα ή είναι εκείνη η στιγμή που ξεκινούν τα θέματα εμπιστοσύνης μεταξύ παιδιών – γονέων.

Προσωπικά θεωρώ ότι η καλύτερη τακτική με τα παιδιά είναι πάντα η ειλικρίνεια. Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που κάνουν οι μεγάλοι, οι οποιοιδήποτε μεγάλοι, όχι μόνο οι γονείς, είναι που θεωρούν τα παιδιά αφελή. Τα παιδιά είναι μια εκκολαπτόμενη μικρογραφία ενηλίκου και ως εκ τούτου εμείς είμαστε τουλάχιστον αφελείς εάν πιστεύουμε ότι δεν παρατηρούν τα πάντα ή ότι δεν καταλαβαίνουν τα πάντα. Αντιθέτως, επειδή ακριβώς είναι πολλά εκείνα που δεν γνωρίζουν, έχουν μια έμφυτη περιέργεια για οτιδήποτε και μια επίσης έμφυτη διάθεση να αμφισβητήσουν οτιδήποτε.

Οπότε το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τους εξηγούμε τα πάντα με λογικά επιχειρήματα. Για δύο λόγους. Πρώτον, διότι εκλογικεύοντας τα πράγματα, μειώνουμε τους φόβους και τις ανησυχίες τους, βοηθώντας τα να βλέπουν την πραγματικότητα χωρίς προκαταλήψεις και περιορισμούς. Και δεύτερον, και κυριότερο, διότι με τα λογικά επιχειρήματα ενισχύουμε τη λογική τους σκέψη, και τα βοηθούμε να αναπτύξουν κριτική ικανότητα και εμπιστοσύνη στον εαυτό τους ότι μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν.

Η απομυθοποίηση του συμβόλου του Άγιου Βασίλη δεν είναι απλώς μια αλλαγή. Είναι μια αναγκαιότητα, και ένα από τα πρώτα βήματα του παιδιού από τον κόσμο της φαντασίας στη σφαίρα της πραγματικότητας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να χαθεί κάθε ίχνος μαγείας. Εξάλλου και εμείς ως ενήλικες έχουμε ανάγκη κάποια στοιχεία μαγείας στην πραγματικότητά μας, για αυτό και πολλές φορές ασπαζόμαστε κάποιες όχι τόσο ορθολογικές αντιλήψεις, όπως να ενθουσιαζόμαστε με την προοπτική στοιχειωμένων σπιτιών, να πιστεύουμε στα όνειρα, σε προλήψεις, και τα λοιπά.

Βρείτε λοιπόν τη δική σας χρυσή τομή και γεφυρώστε τη μαγεία των Χριστουγέννων με την πραγματικότητα, απολαμβάνοντας έτσι την αδιαμφισβήτητη μαγεία των εορτών!

Για την Ιστορία:
Ο Άγιος Βασίλης της Ελλάδας

Στην Ελλάδα και στην ορθόδοξη παράδοση το καλό πνεύμα της Πρωτοχρονιάς ταυτίστηκε εύκολα με το Μέγα Βασίλειο, το μεγάλο ιεράρχη, επίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας, κορυφαίο θεολόγο του 4ου αιώνα και έναν από τους Τρεις Ιεράρχες, προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας.

Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ένας βαθιά μορφωμένος και εξαιρετικά δραστήριος άνθρωπος. Γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και από παιδί ακόμα έτυχε βαθιάς, χριστιανικής μόρφωσης. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Καισάρεια, στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με στενή και ειλικρινή φιλία με το Γρηγόριο, που αργότερα έγινε επίσκοπος στη Ναζιανζό. Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική, φιλολογία και φυσική στην Αθήνα και περιόδευσε στην Αίγυπτο, στη Μεσοποταμία, στην Παλαιστίνη και στην Κοίλη Συρία, για να γνωρίσει από κοντά τους ασκητές και να σπουδάσει το μοναχισμό, που τον γοήτευε πάντα.

Οι ανάγκες της Εκκλησίας, που χειμαζόταν την εποχή εκείνη από την αίρεση του αρειανισμού και η απαίτηση του λαού του τον έκαναν να διακόψει το μοναχικό βίο και να χειροτονηθεί πρεσβύτερος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Το 370 διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο το μητροπολίτη Καισάρειας Ευσέβιο. Χαρακτηριστικό ήταν το θάρρος και η τόλμη του απέναντι στον αρειανό αυτοκράτορα Ουάλη, που θέλησε να τον απειλήσει. Αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων της εκκλησίας και στη φροντίδα του ποιμνίου του. Οι βαριές όμως εκκλησιαστικές και κοινωνικές φροντίδες αποδείχθηκαν αβάστακτες για τον ασκητικό και ασθενικό ιεράρχη. Ο Μέγας Βασίλειος πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία μόλις 49 χρόνων και πάμφτωχος. Άφησε όμως πίσω του ένα πλούσιο έργο. Εκτός από τα αμέτρητα συγγράμματά του και τη μάχη του εναντίον του αρειανισμού, έγινε γνωστός κυρίως για τη φιλανθρωπία του. Μερίμνησε να χτιστούν νοσοκομεία, φτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και γηροκομεία και φρόντιζε πάντα όσους είχαν την ανάγκη του.

Ο Αϊ Βασίλης των Ελλήνων απέχει πολύ από το χοντρούλη και εύθυμο Santa Claus της Βόρειας Ευρώπης. Η παράδοση και οι γραπτές μαρτυρίες τον παρουσιάζουν αδύνατο, μελαχρινό, με μαύρα γένια και γελαστό πάντα.

Σύμφωνα με την παράδοση αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξεκινούσε πεζός μ’ ένα ραβδί στο χέρι, απ’ όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες -σύμβολα δώρων- και περνούσε από διάφορους τόπους. Δεν έφερνε στους ανθρώπους δώρα. Τα δώρα του ήταν περισσότερο συμβολικά: η ιερατική ευλογία του και η καλή τύχη.

Από τον Μέγα Βασίλειο ξεκίνησε και η παράδοση της βασιλόπιτας της Πρωτοχρονιάς. Όπως η παράδοση, αναφέρει, την εποχή που ο Μέγας Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε στην πόλη για να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι, τρομαγμένοι, ζήτησαν τη βοήθεια του ποιμενάρχη τους. Αυτός τους συμβούλεψε να φέρουν ό,τι πιο πολύτιμο έχουν και, αφού μάζεψαν πολλά δώρα, κοσμήματα και χρυσά νομίσματα, βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου καταπράυνε τον Έπαρχο, ο οποίος τελικά δε θέλησε να πάρει τα δώρα. Όταν όμως προσπάθησαν να μοιράσουν πίσω στους πιστούς τα δώρα που ο καθένας είχε φέρει, ο χωρισμός αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολος, καθώς πολλοί είχαν προσφέρει όμοια κοσμήματα και όμοια νομίσματα. Τότε ο Μέγας Βασίλειος διέταξε τους πιστούς να φτιάξουν το απόγευμα του Σαββάτου πίτες και να βάλουν μέσα σε κάθε μία από ένα αντικείμενο. Την επομένη τους τις μοίρασε και, σαν από θαύμα, κάθε ένας βρήκε μέσα στην πίτα αυτό που είχε προσφέρει.

Στα ελληνικά δεδομένα η μετατροπή της μορφής του Αγίου Βασιλείου στον βορειοευρωπαίο και βορειοαμερικανό Santa Claus φαίνεται πως πέρασε στην ελληνική κοινωνία, στην αστική κυρίως τάξη, στη δεκαετία 1950-1960 από τους «συγγενείς» μετανάστες, που με τις ευχητήριες κάρτες τους εισήγαγαν και στην Ελλάδα τη νέα μορφή του Αϊ-Βασίλη

Είτε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, είτε σαν εύθυμος Santa Claus, ο Άγιος Βασίλειος, ο πρωτοχρονιάτικος δικός μας Αϊ-Βασίλης, έμεινε στην αντίληψη του λαού μας σαν ένας ανθρώπινος άγιος, που ζει και περπατά ανάμεσα μας. Ένας καλοδεχούμενος επισκέπτης, που κάθε πρώτη του χρόνου ξεκινά από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και ταξιδεύει στον κόσμο, χαρίζοντας την ευχή του και καλή τύχη.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ