Ερευνητές αναζητούν τη λύση στο μυστήριο γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν κολλούν κορωνοϊό

Είναι πιθανό τα εμβολιασμένα άτομα να εκτίθενται στον ιό και να εμποδίζουν την αναπαραγωγή του ιού και την ανιχνεύσιμη μόλυνση πιο συχνά

3 Μαρτίου 2022

του/της Newsroom

Ελπίζουν ότι η έρευνα μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη φαρμάκων που εμποδίζουν τους ανθρώπους να κολλήσουν ή να μεταδώσουν τον ιό Hoebe Garrett έχει παρακολουθήσει πανεπιστημιακές διαλέξεις χωρίς να κολλήσει Covid. Οργάνωσε ακόμη και ένα πάρτι όπου όλοι στη συνέχεια βρέθηκαν θετικοί εκτός από εκείνη. «Νομίζω ότι έχω εκτεθεί εν γνώσει μου περίπου τέσσερις φορές», είπε η 22χρονη.

Τον Μάρτιο του 2021, συμμετείχε στην πρώτη δοκιμασία εσκεμμένης πρόκλησης Covid-19 στον κόσμο. Οι ερευνητές έσταξαν σταγόνες με τον ιό μέσα στη μύτη των συμμετεχόντων, σε μια σκόπιμη προσπάθεια να μολυνθούν. Παρόλα αυτά ο οργανισμός της 22χρονης αντιστεκόταν.

«Είχαμε πολλούς γύρους δοκιμών και διαφορετικές μεθόδους: μπατονέτες στο λαιμό και στη μύτη, άλλα είδη επιχρισμάτων που δεν είχα κάνει ποτέ πριν  καθώς και εξετάσεις αίματος, αλλά ποτέ δεν ανέπτυξα συμπτώματα, ποτέ δεν βγήκα θετική», είπε

«Η μαμά μου έλεγε πάντα ότι η οικογένειά μας δεν κολλάει ποτέ γρίπη και αναρωτιόμουν αν υπάρχει ίσως κάτι πίσω από αυτό» σημέιωσε.

Οι περισσότεροι άνθρωποι γνωρίζουν κάποιον που αντιστάθηκε πεισματικά στον ιό, παρά την μεγάλη διασπορά γύρω του. Το πώς ακριβώς το καταφέρνουν αυτό ορισμένοι, παραμένει ένα μυστήριο. Ωστόσο οι επιστήμονες αρχίζουν να βρίσκουν κάποιες ενδείξεις.

Σκοπός τους είναι να εντοπίσουν τον μηχανισμό αυτό που θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη φαρμάκων, τα οποία όχι μόνο προστατεύουν τους ανθρώπους από το να κολλήσουν Covid, αλλά και τους εμποδίζουν να τον μεταδώσουν.

Από τους 34 που εκτέθηκαν στον ιό μαζί με την 22χρονη, οι 16 δεν ανέπτυξαν λοίμωξη (δηλαδή δύο διαδοχικά θετικά τεστ PCR), αν και περίπου οι μισοί από αυτούς βρέθηκαν παροδικά θετικοί σε χαμηλά επίπεδα του ιού, συχνά αρκετές ημέρες μετά την έκθεση.

Πιθανώς, αυτό ήταν μια αντανάκλαση του ανοσοποιητικού συστήματος που έκλεισε γρήγορα μια εμβρυϊκή μόλυνση.

«Σε προηγούμενες μελέτες μας με άλλους ιούς, έχουμε δει πρώιμες ανοσολογικές αποκρίσεις στη μύτη που σχετίζονται με την αντίσταση στη μόλυνση», δήλωσε ο καθηγητής Christopher Chiu του Imperial College του Λονδίνου, ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης.

«Μαζί, αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι υπάρχει μία μάχη μεταξύ του ιού και του ξενιστή, ο οποίος στους «μη μολυσμένους» συμμετέχοντες έχει ως αποτέλεσμα να προλαμβάνεται η αποφυγή της μόλυνσης».

Μερικοί από τους συμμετέχοντες ανέφεραν επίσης κάποια ήπια συμπτώματα, όπως βουλωμένη μύτη, πονόλαιμο, κούραση ή πονοκέφαλο.

«Είτε έτσι είτε αλλιώς, τα επίπεδα του ιού δεν ανέβηκαν αρκετά υψηλά ώστε να πυροδοτήσουν ανιχνεύσιμα επίπεδα αντισωμάτων, Τ κυττάρων ή φλεγμονωδών παραγόντων στο αίμα που συνήθως σχετίζονται με συμπτώματα», είπε ο Chiu.

Άλλες μελέτες υποδεικνύουν επίσης ότι είναι δυνατό να αποτινάξει κάποιος τον Covid κατά τα πρώτα στάδια της μόλυνσης, πριν δημιουργήσει ένα κατάλληλο έδαφος για να εξελιχθεί.

Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας, ο Δρ Leo Swadling του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και οι συνεργάτες του παρακολούθησαν εντατικά μια ομάδα εργαζομένων στον τομέα της υγείας που εκτέθηκαν τακτικά σε μολυσμένους ασθενείς, αλλά που ποτέ δεν βρέθηκαν θετικοί ή ανέπτυξαν οι ίδιοι αντισώματα.

Οι εξετάσεις αίματος αποκάλυψαν ότι περίπου το 15% από αυτούς είχαν Τ κύτταρα αντιδραστικά έναντι του Sars-CoV-2, συν άλλους δείκτες ιογενούς λοίμωξης.

Πιθανώς, τα Τ-κύτταρα μνήμης από προηγούμενες μολύνσεις από κορωνοϊό –δηλαδή εκείνα που ευθύνονται για τα κοινά κρυολογήματα– αντέδρασαν με τον νέο κορωνοϊό και τους προστάτευσαν από το να μολυνθούν.

«Είναι πιθανό τα εμβολιασμένα άτομα να εκτίθενται στον ιό και να εμποδίζουν την αναπαραγωγή του ιού και την ανιχνεύσιμη μόλυνση πιο συχνά», είπε ο Swadling.

Ωστόσο, δεν υπάρχει επίσης κανένα εμπορικά διαθέσιμο τεστ που να μπορεί να διακρίνει μεταξύ της ανοσίας που προκαλείται από τον εμβολιασμό και των διαφορετικών παραλλαγών. Επομένως, εκτός και εάν να άτομο έχει βγει πρόσφατα θετικό, είναι σχεδόν αδύνατο να γνωρίζουμε εάν έχει εκτεθεί στη μετάλλαξη Όμικρον ή όχι.

Οι εποχικοί κορωνοϊοί μπορεί να μην είναι η μόνη πηγή διασταυρούμενων προστατευτικών ανοσολογικών αποκρίσεων.

Η καθηγήτρια Cecilia Söderberg-Nauclér, ανοσολόγος στο Ινστιτούτο Karolinska στη Στοκχόλμη, άρχισε να διερευνά αυτήν την πιθανότητα, αφού η Σουηδία δεν κατακλύστηκε από κρούσματα κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, παρά την προσέγγισή της στους περιορισμούς.

Η μαθηματική μοντελοποίηση από τον συνάδελφό της, Marcus Carlsson του Πανεπιστημίου του Lund, πρότεινε ότι αυτό το μοτίβο των λοιμώξεων θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο εάν ένα μεγάλο ποσοστό ανθρώπων είχε κάποιο είδος προστατευτικής ανοσίας.

Η ομάδα της ερεύνησε βάσεις δεδομένων με αλληλουχίες πρωτεϊνών από υπάρχοντες ιούς, αναζητώντας μικρά τμήματα (πεπτίδια) που μοιάζουν με αυτά του νέου κορωνοϊού, με τα οποία ήταν πιθανό να είχαν κάποια σχέση τα αντισώματα.

Όταν εντόπισαν ένα πεπτίδιο έξι αμινοξέων σε μια πρωτεΐνη από τη γρίπη H1N1 που ταίριαζε με ένα κρίσιμο μέρος της πρωτεΐνης του κορωνοϊού, «παραλίγο να πέσω από την καρέκλα μου», είπε η Söderberg-Nauclér.

Έκτοτε έχουν ανακαλύψει αντισώματα σε αυτό το πεπτίδιο σε ποσοστό έως και 68% των αιμοδοτών από τη Στοκχόλμη.

Η έρευνα, η οποία δεν έχει ακόμη αξιολογηθεί από ομοτίμους, θα μπορούσε να προτείνει ότι οι ανοσοαποκρίσεις που προκαλούνται από τη γρίπη H1N1 –η οποία ήταν υπεύθυνη για την πανδημία της γρίπης των χοίρων το 2009-10– και πιθανώς σχετικά μεταγενέστερα στελέχη, μπορεί να «εξοπλίσουν» τους ανθρώπους με μερική, αν και όχι πλήρη, προστασία από τον Covid-19.

«Παρέχει ένα μαξιλάρι, αλλά δεν θα σας προστατεύσει εάν ένα μολυσμένο άτομο βήξει μπροστά στο πρόσωπό σας», είπε η Söderberg-Nauclér.

Ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων μπορεί ακόμη και να είναι γενετικά ανθεκτικό στον Covid-19. Τον Οκτώβριο, μια διεθνής κοινοπραξία ερευνητών ξεκίνησε μια παγκόσμια αναζήτηση για να βρει μερικά από αυτά τα άτομα, με την ελπίδα να εντοπίσει προστατευτικά γονίδια.

«Δεν αναζητούμε κοινές παραλλαγές γονιδίων που παρέχουν μέτρια προστασία έναντι της μόλυνσης. Αυτό που αναζητούμε είναι δυνητικά πολύ σπάνιες παραλλαγές γονιδίων που προστατεύουν πλήρως κάποιον από τη μόλυνση», δήλωσε ο καθηγητής András Spaan του Πανεπιστημίου Rockefeller της Νέας Υόρκης, ο οποίος ηγείται της έρευνας.

Ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για άτομα που μοιράζονταν κοινή στέγη και κρεβάτι με ένα μολυσμένο με τον ιό άτομο και παρόλα αυτά δεν κολλούν κορωνοϊό.

«Για παράδειγμα, τις προάλλες μιλούσα με μια ηλικιωμένη κυρία από την Ολλανδία, η οποία φρόντιζε τον άντρα της στο πρώτο κύμα. Ο σύζυγος τελικά εισήχθη στη ΜΕΘ, αφού μοιράστηκαν το ίδιο δωμάτιο και χωρίς πρόσβαση σε μάσκες προσώπου. Δεν μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί δεν μολύνθηκε» ανέφερε.

Τέτοια αντοχή είναι γνωστό ότι υπάρχει και για άλλες ασθένειες, συμπεριλαμβανομένου του HIV, της ελονοσίας και του νοροϊού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ένα γενετικό ελάττωμα σημαίνει ότι ορισμένοι άνθρωποι δεν έχουν υποδοχέα που χρησιμοποιείται από το παθογόνο για να εισέλθει στα κύτταρα, επομένως δεν μπορούν να μολυνθούν.

«Θα μπορούσε κάλλιστα, σε ορισμένα άτομα, να υπάρχει ένα τέτοιο ελάττωμα σε έναν υποδοχέα που χρησιμοποιείται από το Sars-CoV-2», είπε ο Spaan.

Ο εντοπισμός τέτοιων γονιδίων θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων θεραπειών για τον Covid-19, με τον ίδιο τρόπο που συνέβη και σε άτομα ανθεκτικά στον HIV, τα οποία οδήγησαν σε νέους τρόπους θεραπείας του HIV.

Ο Spaan πιστεύει ότι είναι απίθανο η πλειονότητα όσων έχουν αποφύγει τον Covid να είναι γενετικά ανθεκτικοί, ακόμα κι αν έχουν κάποια μερική ανοσολογική προστασία.

Αυτό ωστόσο, σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι δεν θα μολυνθούν τελικά.

Με πληροφορίες του Guardian

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

28 Μαρτίου 2024