17 Οκτωβρίου 1931 – Ο Αλ Καπόνε καταδικάζεται για φοροδιαφυγή

Σαν σήμερα

17 Οκτωβρίου 2023

του/της Θεοφανία Μίγκου

Tην αυγή της δεκαετίας του 1930, στους δρόμους του Σικάγο, αλλά και στους διαδρόμους σχεδόν κάθε υπηρεσίας επιβολής του νόμου, ένα όνομα ήταν γνωστό σε όλους και προκαλούσε τον φόβο των μεν και την οργή των δε: Αλ Καπόνε.

Ο ιταλικής καταγωγής «επιχειρηματίας» είχε υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο δίκτυο οργανωμένου εγκλήματος στο Σικάγο και οι δραστηριότητές του εκτείνονταν από την παρασκευή και το λαθρεμπόριο οινοπνευματωδών (τότε ίσχυαν ακόμη οι νόμοι της Ποταπαγόρευσης), τα παράνομα στοιχήματα και την παροχή «προστασίας» μέχρι τον παράνομο τζόγο, τη μαστροπεία και τη διάπραξη φόνων μελών αντίπαλων συμμοριών.

Ο Καπόνε ήταν διάσημος για τις δραστηριότητές του, σε σημείο που όταν παρευρισκόταν σε αγώνες μπέιζμπολ το πλήθος τον επευφημούσε, ενώ είχε αποκτήσει τη φήμη του Ρομπέν των Δασών της εποχής, καθώς έκανε συχνά μεγάλες δωρεές σε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Μάλιστα, την εποχή του Μεγάλου Κραχ ο Καπόνε ήταν ο πρώτος που δημιούργησε συσσίτιο (soup kitchen) για τους ανέργους. Επίσης, φαίνεται ότι ο μεγάλος γκάνγκστερ έχαιρε και της ανεκτικότητας των Αρχών. Είναι γνωστό ότι διατηρούσε σχέσεις με τον δήμαρχο της πόλης Γουίλιαμ Χέιλ Τόμσον, ενώ είχε εξαγοράσει πολλούς αστυνομικούς του Αστυνομικού Τμήματος του Σικάγο.

Ωστόσο, η τύχη του σύντομα άλλαξε, για δύο κυρίως λόγους. Από τη μία, ο δήμαρχος Τόμσον επιχειρώντας να επανεκλεγεί το 1927 έβλεπε ότι η καμπάνια του -σε μεγάλο μέρος χρηματοδοτούμενη από τον Καπόνε– δεν θα είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα και αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Αντικατέστησε τον αρχηγό της αστυνομίας, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την έρευνα στων παράνομων δραστηριοτήτων του Καπόνε. Όμως, πιο σημαντικό ρόλο στην αρχή της πτώσης του γκάνγκστερ έπαιξε η λεγόμενη Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου το 1929.

Εκείνη την ημέρα, ο Καπόνε διέταξε τον φόνο επτά μελών μιας αντίπαλης συμμορίας που είχε αρχηγό τον Ιρλανδό Τζορτζ «Μπαγκς» Μοράν, συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου. Τέσσερις άνδρες του Καπόνε, οι δύο φορώντας στολή αστυνομικού, κατευθύνθηκαν προς το συνεργείο αυτοκινήτων όπου βρισκόντουσαν τα μέλη της συμμορίας. Οι δύο «αστυνομικοί» διέταξαν τους επτά άνδρες να γυρίσουν προς τον τοίχο και οι άλλοι δύο συνεργάτες του Καπόνε τους εκτέλεσαν χρησιμοποιώντας δύο οπλοπολυβόλα. Ο Μπαγκς Μοράν, που εκείνη την ημέρα είδε τους «αστυνομικούς» να πλησιάζουν το γκαράζ και τελικά άλλαξε κατεύθυνση, όταν ρωτήθηκε ποιος μπορεί να είχε διατάξει αυτή την ενέργεια είπε: «Μόνο ο Αλ Καπόνε σκοτώνει έτσι». Παρά το γεγονός ότι εκείνες τις ημέρες ο Καπόνε βρισκόταν στο σπίτι του στη Φλόριντα, θεωρήθηκε ως ο υπεύθυνος του φονικού και η αμερικανική αστυνομία τον ανακήρυξε «Δημόσιο Εχθρό Νούμερο 1».

Έτσι, οι διάφορες υπηρεσίες επιβολής της τάξης ήταν αποφασισμένες να συλλάβουν με κάποιον τρόπο τον πανίσχυρο γκάνγκστερ. Ο περίφημος Έλιοτ Νες, πράκτορας του FBI και αρχηγός της λεγόμενης ομάδας των «Αδιάφθορων» (The Untouchables), είχε αρχίσει να συγκεντρώνει στοιχεία για πάνω από 5.000 παραβιάσεις των νόμων της Ποταπαγόρευσης από τον Καπόνε.

Στο μεταξύ, μια δικαστική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου έμελλε να αλλάξει τα πάντα: στην υπόθεση United States v. Sullivan, το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη ότι τα κέρδη από παράνομες δραστηριότητες ήταν επίσης φορολογήσιμα από το αμερικανικό κράτος. Έτσι, το υπουργείο Οικονομικών και οι εφοριακές αρχές στράφηκαν προς τον Αλ Καπόνε, που ζούσε σε υπερπολυτελή διαμερίσματα, φορούσε πολύ ακριβά ρούχα και δειπνούσε στα καλύτερα εστιατόρια. Παρά τις πολυτελείς συνήθειές του, ο Καπόνε δεν είχε καταθέσει ποτέ φορολογική δήλωση, καθώς δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τα εισοδήματά του από οποιαδήποτε νόμιμη δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται στα φορολογικά αρχεία ως μη έχων κάποιο εισόδημα.

Έτσι, ο ορκωτός λογιστής Φρανκ Γουίλσον και η ομάδα του πέρασαν όλο το καλοκαίρι του 1930 προσπαθώντας να βρουν στοιχεία που θα συνέδεαν τον Καπόνε με παράνομα κέρδη. Μελετώντας πάνω από δύο εκατομμύρια έγγραφα που είχαν συγκεντρωθεί από κατά καιρούς συλλήψεις του Καπόνε και των συνεργατών του, ο Γουίλσον κατάφερε να εντοπίσει τρία λογιστικά βιβλία που ανέφεραν ότι ο Καπόνε είχε πληρωθεί 17.500 δολάρια από μια επιχείρηση τζόγου. Προκειμένου να επιβεβαιώσει την πληροφορία, εντόπισε τον άνθρωπο που είχε σημειώσει τα βιβλία, συγκρίνοντας τον γραφικό του χαρακτήρα με καταθετήριες αποδείξεις από την τράπεζα, ενώ αργότερα εντόπισε έναν συνεργάτη του γκάνγκστερ που κατέθεσε στην τράπεζα χρήματα και αγόρασε ως αντάλλαγμα τραπεζικές επιταγές 300.000 δολαρίων, τα μετρητά από τις οποίες πήγαν κατευθείαν στον Καπόνε. Με αυτόν τον τρόπο ο Γουίλσον απέδειξε ότι τα κέρδη από την επιχείρηση τζόγου είχαν εισπραχθεί από τον Καπόνε, επομένως ο τελευταίος είχε λάβει εισόδημα για το οποίο ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει φόρους – κάτι που φυσικά δεν είχε κάνει.

Μετά από τη συγκέντρωση πολλών στοιχείων και τη διεξαγωγή μιας περίπλοκης δίκης στην οποία επιχείρησε, μεταξύ άλλων, να εξαγοράσει όλους τους ενόρκους και να έρθει σε συμφωνία με την Εισαγγελία, στις 17 Οκτωβρίου 1931 ο Αλ Καπόνε κρίθηκε ένοχος για 23 κατηγορίες φοροδιαφυγής και καταδικάστηκε σε έντεκα χρόνια κάθειρξη, ενώ αναγκάστηκε να πληρώσει πρόστιμο 250.000 δολαρίων, καθώς και να καταβάλει 30.000 δολάρια ως δικαστικά έξοδα.

Τότε, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του Αλ Καπόνε, αυτό της φυλάκισής του. Αυτή η περίοδος της ζωής του ήταν επίσης ταραχώδης, καθώς αφού εξαγόρασε σωφρονιστικούς υπαλλήλους και ζούσε στη φυλακή με όλες τις ανέσεις, μεταφέρθηκε σε μια νεόδμητη φυλακή, το Αλκατράζ. Με την είσοδό του στη φυλακή διαγνώστηκε με σύφιλη και πολύ σύντομα άρχισε να δείχνει συμπτώματα συφιλιδικής παράνοιας. Το 1939 αποφυλακίστηκε λόγω της κατάστασης της υγείας του και αποσύρθηκε στο σπίτι του στη Φλόριντα. Πέθανε από ανακοπή καρδιάς το 1947 σε ηλικία 48 ετών, ενώ ο θεράπων γιατρός του είχε αναφέρει ότι πριν πεθάνει η ζημιά που είχε προκληθεί στον εγκέφαλο του Καπόνε ήταν τόσο μεγάλη, ώστε είχε τη νοητική ικανότητα ενός 12χρονου παιδιού.

Πηγή: kathimerini

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

24 Απριλίου 2024