Ήταν ένα τυχαίο γεγονός πριν από πολλά χρόνια που ενέπνευσε την Αννίτα Π. Παναρέτου να γράψει τη νουβέλα «Καλλίστη. Το χρονικό μιας ανομβρίας» (εκδ. Αλφειός, 2022), βασισμένη στην αληθινή ιστορία του χωριού Κάλλιον, το οποίο βυθίστηκε ολοκληρωτικά στη λίμνη του Μόρνου μετά την κατασκευή του φράγματος.
Φέτος το καλοκαίρι, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο ανομβρίας, η στάθμη του νερού άρχισε να κατεβαίνει δραματικά, αποκαλύπτοντας τα ρημαγμένα πλέον σπίτια του.
Οι δυστοπικές όσο και εντυπωσιακές εικόνες από το Κάλλιον, που αναδύθηκε σαν τη χαμένη Ατλαντίδα, δημοσιεύτηκαν ακόμα και σε διεθνή μέσα. Ενώ η Αττική βρέθηκε για ακόμα μία φορά αντιμέτωπη με την απειλή της λειψυδρίας που ίσως, με υπέρμετρη αισιοδοξία, νομίζαμε ότι είχαμε αφήσει πίσω μας, η συγγραφέας –βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών για το βιβλίο της «Συμπληρώνω τη μνήμη του κόσμου…» (εκδ. Παπαδόπουλος, 2020), μια συλλογή μαρτυριών από Έλληνες μη Εβραίους ομήρους και αιχμαλώτους σε ναζιστικά και φασιστικά στρατόπεδα- μοιράστηκε μαζί μας φωτογραφίες του προσωπικού αρχείου της από το Κάλλιο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και τη διαδρομή της μέχρι τη συγγραφή της «Καλλίστης»:
«Το μακρινό 1987 η Ελλάδα δοκιμαζόταν από μια παρατεταμένη λειψυδρία, που όμοιά της οι τότε νέοι δεν μπορούσαν να θυμηθούν.
»Περπατώντας μια μέρα στον δρόμο διέκρινα σε μια κρεμασμένη εφημερίδα την αλλόκοτη εικόνα ενός σπιτιού. Δεν ήταν εικόνα καταστροφής, δεν υπήρχαν σημάδια πυρκαγιάς, δεν υπήρχαν σημάδια του χρόνου. Τόσο αλλόκοτο μου φάνηκε αυτό που έβλεπα, ώστε σκέφτηκα προς στιγμήν ότι επρόκειτο για ζωγραφικό πίνακα. Πλησιάζοντας διάβασα ότι επρόκειτο για ένα σπίτι του χωριού που βυθίστηκε στα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου και που με την ανομβρία αναδύθηκε ξανά. Η λεζάντα δεν ανέφερε όνομα.
«Τόσο αλλόκοτο μου φάνηκε αυτό που έβλεπα, ώστε σκέφτηκα προς στιγμήν ότι επρόκειτο για ζωγραφικό πίνακα. Πλησιάζοντας διάβασα ότι επρόκειτο για ένα σπίτι του χωριού που βυθίστηκε στα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου και που με την ανομβρία αναδύθηκε ξανά».
»Εντυπωσιάστηκα ιδιαίτερα και μίλησα για την εικόνα σε μια αγαπημένη φίλη. Μου είπε πως κάποιοι κάτοικοι επέστρεφαν για να καθίσουν στις αυλές των παλιών σπιτιών τους.
»Η πληροφορία με συντάραξε και τότε άρχισε να γράφεται η “Καλλίστη”, που δεν ολοκληρώθηκε παρά είκοσι χρόνια αργότερα. Βρισκόταν όμως πάντα στη σκέψη – και στην καρδιά μου. Έτσι, το 1993 επισκέφθηκα τη λίμνη του Μόρνου. Τα νερά του ταμιευτήρα δεν είχαν επανέλθει στην προηγούμενη στάθμη τους και το χωριό εξακολουθούσε να βρίσκεται απλωμένο σε μια μικρή πλαγιά. Τότε είδα και μια πινακίδα με το όνομα Κάλλιον.
»Εκεί πια ταρακουνήθηκα για τα καλά. Καλλίστη-Κάλλιον! Τράβηξα μερικές φωτογραφίες, που μάλλον αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο για την τότε κατάσταση του χωριού, ασύγκριτα καλύτερη από τη σημερινή, όπως έχει κατ’ επανάληψη προβληθεί από τα ΜΜΕ.
»37 χρόνια μετά, η Καλλίστη αναδύθηκε ξανά. Η ιστορία επαναλήφθηκε -πόσο κρίμα- και το χρονικό της ανομβρίας έγινε και πάλι επίκαιρο».
Η περιγραφή του βιβλίου «Καλλίστη. Το χρονικό μιας ανομβρίας»
Όταν φτιάχτηκε το φράγμα, αιχμαλωτίστηκε το νερό και πήρε την Καλλίστη μαζί του. Κράτησε για χρόνια στην υγρή αγκαλιά του τα έργα και τις ιστορίες των ανθρώπων της κι έγιναν όλα ένα τοπίο του βυθού.
Οι ίδιοι οι άνθρωποι είχαν μετοικήσει σε νέο τόπο, σε νέο μέλλον. Μόνο ένας αλαφροΐσκιωτος νοσταλγός ήταν βέβαιος πως το βουλιαγμένο χωριό του ζούσε μια άλλη ζωή, σ’ έναν άλλο χρόνο.
Εκεί ήθελε να ανήκει.
Ίσως επειδή το ήθελε τόσο, ήρθε η ανομβρία.
Το νερό ολοένα χαμήλωνε και, σαν να έγινε η βαρύτητα άνωση, αναδύθηκε η Καλλίστη μαλακά στην επιφάνεια κι εκείνος την αναδέχθηκε, καθώς επέστρεφε λίγο λίγο.
Η δυστοπική εικόνα της ήταν στα μάτια του πάντα καλλίστη, με ένα κάλλος αλλιώτικο, φιλοτεχνημένο από τη στοργική υδάτινη φροντίδα.
Πήρε την απόφαση να μείνει μαζί της ζώντας μια πρωτόγνωρη πραγματικότητα και περιμένοντας τη στιγμή που το δικό του μέλλον, μεταλλαγμένο σε βροχή, θα απαιτούσε μια επόμενη απόφαση – την τελευταία.