Ένα σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα εντοπίστηκε στον Αχινό Φθιώτιδας κατά τη διάρκεια εργασιών στο δίκτυο αποχέτευσης, καθώς ήρθε στο φως ένας μεγάλος τάφος που λένε ότι μπορεί να είναι Μακεδονικός και μάλιστα σημαντικός, της περιόδου του Φιλίππου.
Οι ντόπιοι το λένε και όλοι το γνωρίζουν ότι ο Αχινός (αρχαίος Εχίνος) έχει πολλά αρχαία τα οποία κατά καιρούς έρχονται στην επιφάνεια.
Το νέο αρχαιολογικό εύρημα εντοπίστηκε δίπλα στο δρόμο που οδηγεί προς την Ακρόπολη του Αχινού, σε απόσταση περίπου 300 μέτρων από αυτή.
Οι εργασίες στο σημείο που εντοπίστηκε ο Μακεδονικός τάφος στον Αχινό έχουν διακοπεί και αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον η εκτίμηση των αρχαιολόγων για το νέο εύρημα, που φυσικά δεν θα είναι και το τελευταίο στην περιοχή.
Η σημερινή κοινότητα του Αχινού είναι κτισμένη στα ερείπια του αρχαίου Εχίνου ή Εχινούντος. Βρίσκεται στους πρόποδες της όρους Όθρυς και ταυτόχρονα είναι κοντινή απόσταση από τις ακτές του Μαλιακού κόλπου.
Όπως αναφέρει σε κείμενό της η κ. Έφη Καράντζαλη, Προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Φθιώτιδος και Ευρυτανίας, οι αρχαιότερες γραπτές μαρτυρίες για την πόλη ανάγονται στον 5ο αι. π.Χ.
Κατά τον Δημοσθένη, ο Εχίνος ιδρύθηκε από τους Θηβαίους την περίοδο της θηβαϊκής ηγεμονίας, στην πραγματικότητα όμως θα πρέπει να επεκτάθηκε ο οικισμός, ο οποίος υπήρχε από το 5ο αι. π.Χ.
Ενδεικτική για τη σημασία της πόλης στη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. είναι η ισότιμη συμμετοχή της στο Αμφικτυονικό συνέδριο των Δελφών με δύο ιερομνήμονες.
Όταν ο Φίλιππος επενέβει στα πράγματα της νοτίου Ελλάδος, αναγνωρίζοντας τη στρατηγική σημασία της πόλης, την απέσπασε από τους Αχαιούς Φθιώτες και την παραχώρησε στους Μαλιείς, ώστε να διευκολύνει τη διέλευσή του από τις Θερμοπύλες.
Τον 3ο αι. π.Χ. εντάσσεται, όπως και όλη η νότιος Θεσσαλία, στο κοινό των Αιτωλών και περί τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. καταλαμβάνεται από τους Ρωμαίους.
Τα αρχαιότερα ίχνη κατοίκησης στην περιοχή του Αχινού ανάγονται στη Μέση Εποχή του Χαλκού. Το πρώτο ανασκαφικά τεκμηριωμένο εύρημα μυκηναϊκών χρόνων είναι ένας κιβωτιόσχημος τάφος, που περιείχε αγγεία της Υστεροελλαδικής ΕΙΙΒ περιόδου.
Όσον αφορά τους ιστορικούς χρόνους σώζεται ορατό τμήμα του αρχαίου τείχους της ακρόπολης και της κάτω πόλης. Η οχύρωση χρονολογείται στον 4ο αι. π.Χ., ενώ έχουν γίνει μετασκευές στην εποχή του Ιουστινιανού. Το Κλασικό-Ελληνιστικό νεκροταφείο (4ος έως 1ος αι. π.Χ.) ανασκάπτεται από την Εφορεία στα πλαίσια των σωστικών ανασκαφών της περιοχής.