Κωνσταντίνος Καραμανλής: «Είμαι εγώ ο δεξιός; Kαι ποιοι είναι οι Αριστεροί;»

Το κόμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή έχει αύριο 4 Οκτωβρίου γενέθλια - Η σημαντική εθνική προσφορά της Νέας Δημοκρατίας και ο απολογισμός των 24 ετών στη διακυβέρνηση της χώρας

3 Οκτωβρίου 2024

του/της Θεοφανία Μίγκου

Συμπληρώνονται 50 χρόνια από την ιδρυτική διακήρυξη της Νέας Δημοκρατίας της 4ης Οκτωβρίου 1974.
Τη διακήρυξη υπέγραφε μόνος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δυόμιση μόλις μήνες μετά την επάνοδό του στην Ελλάδα και αφού είχε συμπληρώσει 11 χρόνια αυτοεξορίας στο Παρίσι. Ιδρύθηκε έτσι το κόμμα που αποτέλεσε μαζί με το ΠΑΣΟΚ τις δύο σταθερές της Μεταπολιτευτικής Γ. Ελληνικής Δημοκρατίας.

Η Νέα Δημοκρατία κυβέρνησε και κυβερνά σήμερα επί 24 χρόνια, το ΠΑΣΟΚ 22 ενώ η παρένθεση ΣΥΡΙΖΑ διήρκεσε 4 χρόνια. Στα 50 αυτά χρόνια ανθεκτικότερη αποδείχθηκε η Νέα Δημοκρατία, η οποία σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις κατέλαβε τη πρώτη ή τη δεύτερη θέση, δηλαδή κυβέρνηση ή αξιωματική αντιπολίτευση, σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ που μετά τη μνημονιακή κρίση διατηρεί οριακές δυνάμεις σε σχέση με το παρελθόν του.

Η ιδρυτική πράξη της Νέας Δημοκρατίας, σύντομη και λιτή, ανέφερε μεταξύ άλλων:
• “Η Νέα Δημοκρατία είναι η πολιτική παράταξις που αγνοεί τις διενέξεις και τους διχασμούς του παρελθόντος – που τόσα δεινά επεσώρευσαν στον τόπο μας – και προσανατολίζεται στα ευρύτερα δυνατά σχήματα εθνικής ενότητος.”
• “Η Νέα Δημοκρατία υπόσχεται ότι θα υπηρετεί πάντα και μόνο τα αληθινά συμφέροντα του έθνους, που βρίσκονται πέρα και πάνω από τις παραπλανητικές ετικέττες της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς.”
• “Η Νέα Δημοκρατά υπόσχεται ότι η ελεύθερη οικονομία στην οποία πιστεύει δεν ημπορεί να αποκλείσει την διεύρυνση του οικονομικού τομέως τον οποίο ελέγχει το κράτος. Και η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν ημπορεί να βρει την δικαίωσή της χωρίς παράλληλη συμμετοχή των ευρύτερων λαϊκών τάξεων στην κατανομή του εθνικού προϊόντος.”
• “Η Νέα Δημοκρατία δεν θα φεισθεί κόπων και θυσιών για να καταστήσει την Ελλάδα ισχυρή και απρόσβλητη… Και θα είναι σεβαστή από όλους, χωρίς την ανάγκη άλλων προστατών εκτός από τους συλλογικούς οργανισμούς στους οποίους θα μετέχει με την ελεύθερη βούλησή της και σύμφωνα με τα πάγια συμφέροντα του Ελληνισμου.”
• “Η Νέα Δημοκρατία υπόσχεται ότι θα αγωνισθεί για την πλήρη και καθολική κατοχύρωση της λαϊκής κυριαρχίας και ότι θα επιδιώξει προς τούτο την προσαρμογή του πολιτεύματος προς τις συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητος.”
• “Η Νέα Δημοκρατία πιστεύει ότι η Ελλάς όχι μόνο δικαιούται αλλά και ημπορεί να εξασφαλίσει την εξέχουσα θέση και την ευτυχία του λαού της μέσα στην Ευρώπη όπου ανήκει….. ημπορεί δε να συμβάλει πολιτικά, ηθικά και πολιτιστικά στην πραγματοποίηση της ιδέας μιάς ενωμένης Ευρώπης.”

Είναι φανερό από τη διακήρυξη αυτή τι κυρίως επεδίωκε ο Καραμανλής, γιατί ίδρυσε νέο κόμμα και γιατί δεν έκανε απλά ανασύσταση της προδικτατορικής ΕΡΕ:
• Πρώτον να κάνει μία νέα αρχή, μακρυά από τους διχασμούς του παρελθόντος και από την μετεμφυλιακή, ατελή προδικτατορική βασιλευομένη δημοκρατία.
• Δεύτερον να καταστήσει σαφές ότι δεν θα συνεχιζόταν ο πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά δορυφορικός ρόλος της Ελλάδας με τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά ότι το μέλλον της χώρας θα ήταν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στραμμένο προς την Ευρώπη.
• Τρίτον να προσαρμόσει το πολίτευμα στις συνθήκες της πραγματικότητας, υπαινισσόμενος σαφώς τη κατάργηση του θεσμού της βασιλείας.
• Τέταρτον να θέσει τα όρια ανάμεσα στη πολιτική εξουσία και τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, καθιστώντας σαφή τον παρεμβατικό ρόλο του κράτους και τη διεύρυνση του οικονομικού τομέα που ελέγχει, εκεί όπου η ιδιωτική πρωτοβουλία θα εκινείτο εκτός του δημοσίου συμφέροντος.

Η πραγματικότητα είναι ότι οι εξαγελίες αυτές υλοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η Νέα Δημοκρατία κατάργησε επί των ημερών του όλα τα εμφυλιοπολεμικά μέτρα και τον διαχωρισμό των πολιτών σε εθνικόφρονες και μιάσματα, νομιμοποίησε όλα τα κόμματα, κατάρτισε ένα προοδευτικό, δημοκρατικό Σύνταγμα, ενέταξε την Ελλάδα στη πρώτη γραμμή των Ευρωπαϊκών χωρών, απεξάρτησε κατά το δυνατόν την Ελλάδα από την ασφυκτική αμερικανική επιρροή, ο ίδιος ο Καραμανλής συνέτεινε ουσιωδώς στη κατάργηση του θεσμού της βασιλείας, κατάργησε τον ενδημικό στην ελληνική ιστορία παρεμβατικό ρόλο των ενόπλων δυνάμεων στη πολιτική, περιορίζοντάς τες για πρώτη φορά αποκλειστικά στο θεσμικό τους ρόλο, έθεσε υπό πλήρη δημόσιο έλεγχο με σειρά κρατικοποιήσεων ασύδοτες μείζονες μονάδες ιδιωτικής πρωτοβουλίας – γι’ αυτό μάλιστα κατηγορήθηκε από θιγόμενους μεγαλοεπιχειρηματίες και τον Σύνδεσμο Βιομηχάνων για σοσιαλμανία – και επέβαλλε ένα ήπιο πολιτικό κλίμα, το οποίο επέτρεψε να γίνουν τα μεγάλα άλματα εκείνης της εποχής προς τον εκσυγχρονισμό των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών. Άλματα που σε πολλούς τομείς συνέχισαν οι διάδοχες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ κυρίως στο χώρο της Υγείας, με τη δημιουργία του ΕΣΥ, τον εκσυγχρονισμό του οικογενειακού δικαίου, την ενδυνάμωση των θεσμών κοινωνικής προστασίας, τη δικαιότερη κατανομή του εθνικού εισοδήματος και τη πολιτική, οικονομική και κοινωνική άνοδο κοινωνικών τάξεων, που έως τότε είχαν κινηθεί στο περιθώριο ή είχαν βρεθεί εντελώς εκτός των εξελίξεων.

Κάπως έτσι, ασφαλώς και με τα αρνητικά τους σημεία η ανάπτυξη των οποίων δεν είναι του παρόντος, έχουν καταγραφεί οι σελίδες της πρώτης Μεταπολιτευτικής δεκαετίας, της παραγωγικότερης, αποτελεσματικότερης και σημαντικότερης ίσως δεκαετίας της νεοελληνικής ιστορίας, η οποία όμως δυστυχώς δεν είχε πάντα ανάλογη συνέχεια. Ωστόσο αυτές οι βάσεις, που είχαν από τότε τεθεί, απεσόβησαν την ολοκληρωτική καταστροφή της Ελλάδας στη μεγάλη πολιτική, οικονομική και κοινωνική δεκαετή κρίση του 1909 – 1919.

Όταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής παραιτήθηκε από πρωθυπουργός και ανέλαβε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τον διαδέχθηκε ως πρωθυπουργός ο Γεώργιος Ράλλης, ο οποίος, βοηθούσης και της συνεχούς υπονόμευσης του Ευάγγελου Αβέρωφ και των υποστηρικτών του στο κόμμα και τη κοινοβουλευτική ομάδα, έχασε τις εκλογές του 1981. Τον Γ. Ράλλη διαδέχθηκε ο Αβέρωφ, ο οποίος παραιτήθηκε για λόγους υγείας το 1984.

Τον Ευάγγελο Αβέρωφ διαδέχτηκε ο Κώστας Μητσοτάκης, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός από το το 1993 έως το 1996. Τον Μητσοτάκη διαδέχτηκε ο Μιλτιάδης Έβερτ, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος του κόμματος από το 1993 έως το 1997. Από το 1997 έως το 2009 πρόεδρος εξελέγη ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός από το 2004 έως το 2009. Τον Καραμανλή διαδέχτηκε ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος του κόμματος από το 2009 έως το 2015 και πρωθυπουργός στη τριετία 2012-2015. Έκτοτε και έως σήμερα πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και πρωθυπουργός από το 2019 είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης.

Επιγραμματικά και με τον κίνδυνο που εμπεριέχουν οι απλουστευτικές γενικεύσεις για τον καθένα από τους διαδόχους του Κωνσταντίνου Καραμανλή θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει τα ακόλουθα:
• Ο Γεώργιος Ράλλης προσπάθησε να διατηρήσει το ήπιο πολιτικό κλίμα και να δώσει μία κεντροδεξιά φυσιογνωμία στη Νέα Δημοκρατία.
• Ο Ευάγγελος Αβέρωφ έκανε μία συντηρητική δεξιά και εθνολαϊκιστική στροφή στο κόμμα και άσκησε συχνά ακραία επιθετική πολιτική εντός και εκτός Βουλής εναντίον του ΠΑΣΟΚ.
• Ο Κώστας Μητσοτάκης έστρεψε τη Νέα Δημοκρατία πολιτικά προς το κέντρο και είχε στην οικονομία μία σαφώς φιλελεύθερη ατζέντα, προωθώντας παρά τις τεράστιες αντιδράσεις μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις.
• Ο Μιλτιάδης Έβερτ απέρριψε πλήρως τον οικονομικό φιλελευθερισμό, διατύπωσε κρατικιστικές απόψεις και επιχείρησε να επαναφέρει ένα καθεστώς λαϊκής δεξιάς.
• Ο Κώστας Καραμανλής έκανε στροφή προς το κέντρο στοχεύοντας σταθερά στον μεσαίο χώρο, κινήθηκε με ένα πολιτικό μείγμα κεντρώας και λαϊκής δεξιάς, και γενικότερα απέφυγε τις μεγάλες αποφάσεις, ακόμη και όταν φάνηκε ότι η οικονομία εκτροχιάζεται και η χώρα οδηγείται στο γκρεμό.
• Ο Αντώνης Σαμαράς, πνευματικό και πολιτικό τέκνο του Ευάγγελου Αβέρωφ, ξεκίνησε ως αντιπολίτευση με ακραία αντιμνημονιακή ρητορική, κυβέρνησε όμως υπεύθυνα και αποτελεσματικά ως μνημονιακός πρωθυπουργός, έστρεψε το κόμμα όσο μπορούσε δεξιότερα και προς τον εθνολαϊκισμό, ανοίγοντας μάλιστα διάπλατα τις πόρτες του και σε εξέχοντα στελέχη της ακροδεξιάς.
• Ο Κυριάκος Μητσοτάκης τέλος ακολουθεί πολιτική οικονομικά φιλελεύθερη και εκσυγχρονιστική, με κεντρώα χαρακτηριστικά στον κοινωνικό και πολιτικό τομέα, όσο βέβαια του το επιτρέπουν αυτό οι εσωτερικές αντιστάσεις της λαϊκής δεξιάς μέσα στο κόμμα του.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Συναντούσα συχνά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ως πρωθυπουργό, ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας αλλά και ως ιδιώτη στα μικρά χρονικά διαστήματα που δεν ασκούσε δημόσιο λειτούργημα. Υπό την ιδιότητά του πολιτικού συντάκτη, του αρθρογράφου και του διευθυντή εφημερίδων, που ιδιαιτέρως τον ενδιέφεραν γιατί το κοινό τους περιελάμβανε κυρίως μη Νεοδημοκράτες αναγνώστες, είχα συχνή επικοινωνία μαζί του, με δική του πάντα πρωτοβουλία. Τον συναντούσα είτε στο γραφείο του οι δύο είτε Σαββατοκύριακα μαζί και με άλλους συναδέλφους στη Βαρυμπόπη, στου Λεωνίδα, στο Γκόλφ και στον Ψαρόπουλο στη Γλυφάδα ή στον Διόνυσο, απέναντι από την Ακρόπολη. Ήταν πολύ προσεκτικός και μετρημένος στα όσα έλεγε ως πρωθυπουργός ενώ μίλαγε πολύ πιό ελεύθερα ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Και ακόμη πιό ελεύθερα όταν στις συζητήσεις μας δεν υπήρχε τρίτος παρών.

Θεωρώντας ότι για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το έργο του έχουν γραφεί από πολλούς τα πάντα, θα περιοριστώ να καταγράψω στο κείμενο αυτό το περιεχόμενο μεταξύ μας συζητήσεων, όπως τις έχω από τότε σημειώσει, οι οποίες νομίζω ότι φωτίζουν καλύτερα τη προσωπικότητα και τη πολιτική λογική του.

Σε ένα επίσημο ταξίδι του ως Προέδρου της Δημοκρατίας στην Ινδία και την Αυστραλία, στο οποίο συμμετείχα ως απεσταλμένος του Βήματος, με φώναξε εν πτήσει δίπλα του στο αεροπλάνο και άρχισε να με ρωτά για διάφορα ζητήματα του Τύπου. Κάποια στιγμή του είπα “εσείς κύριε Πρόεδρε ως αρχηγός της Δεξιάς…..” και δεν πρόλαβα να συνεχίσω τη φράση γιατί με διέκοψε απότομα: “Για ποιά Δεξιά μιλάς; Εγώ είμαι ο Δεξιός; Και ποιοί είναι οι Αριστεροί; Εγώ δεν σταμάτησα αμέσως μόλις ανέλαβα, μετά τον Εμφύλιο, τις εκτελέσεις και άνοιξα τις φυλακές και τις εξορίες; Κεντρώοι δεν είχαν κάνει το νόμο 509, όλη την αντικομμουνιστική νομοθεσία, τα κοινωνικά φρονήματα, τις φυλακές, τις εξορίες και τις εκτελέσεις; Παρέλαβα λίγο μετά τον Εμφύλιο, μόλις 6 χρόνια από το τέλος του. Και αμέσως βρέθηκα στη μέση. Από τη μιά μεριά ήταν οι δικοί μου οι δεξιοί, που θέλανε να πνίξουμε τους κομμουνιστές και από την άλλη οι κομμουνιστές, που δεν εννούσαν να δεχτούν την ήττα τους. Εγώ λοιπόν σταδιακά τους αποφυλάκισα, εκτελέσεις δεν έκανα και τη δημοκρατία της εποχής εκείνης τη διαφύλαξα. Εγώ λοιπόν δεξιός και δημοκράτες αυτοί που τα είχαν κάνει όλα αυτά, τα οποία εγώ βρήκα έτοιμα;
Αλλά και μετά τη χούντα δεν νομιμοποίησα το ΚΚΕ;
Δεν έφυγα από το ΝΑΤΟ όταν έπρεπε να φύγω; Δεν εθνικοποίησα τον Ανδρεάδη, τον Ωνάση και τον Νιάρχο; Δεν πέτυχα την ομαλή και αναίμακτη μετάβαση από τη δικτατορία στη Δημοκρατία; Δεν συνέβαλα αποφασιστικά στη κατάργηση της βασιλείας; Δεν εγγυήθηκα την εναλλαγή των κομάτων στην εξουσία; Δεν κατήρτισα το καλύτερο Σύνταγμα που είχε ποτέ η Ελλάδα; Τί μου λές λοιπόν τώρα εσύ περί αρχηγού της Δεξιάς; Να καταλάβετε όλοι ότι έχει έλθει ο καιρός να φύγουμε από συνθήματα και ταμπέλες και να πάψουν τα κόμματα να εμπλέκουν το κόσμο με συνθηματολογίες, στις οποίες μετά αυτοπαγιδεύονται.

Ο κόσμος είναι έτοιμος να δεχτεί την αλήθεια αν του την εξηγήσεις. Εμείς όμως χανόμαστε συνέχεια μέσα στη προχειρότητα και τη δημαγωγία και μετά λέμε ότι φταίνε οι άλλοι. Πιστεύουμε ότι όλα γίνονται υπέρ ημών ή εναντίον μας και ότι όλοι στο κόσμο είναι είτε φιλέλληνες είτε ανθέλληνες. Παντού βλέπουμε συνομωσίες. Και μονίμως παραβλέπουμε τα δικά μας λάθη και ξεχνάμε το βασικό: Ότι στη πολιτική δεν μπορείς να αυτοσχεδιάζεις, να πηγαίνεις τυχαία και να μη ξέρεις προς τα πού βαδίζεις. Και να σου πω και κάτι άλλο: Ποτέ δεν πρέπει να οδηγείς τα πράγματα στα άκρα. Πρέπει πάντα να αφήνεις στους αντιπάλους σου οδούς αξιοπρεπούς διαφυγής. Και ποτέ δεν πρέπει να οδηγείς το κόσμο στην απόγνωση. Όταν δεν τους αφήνεις τίποτε να ελπίζουν, όταν δεν έχουν τίποτε πιά να χάσουν και απειλείται η ύπαρξή τους, τότε η αντίδραση μπορεί να γίνει πολύ σκληρή, βίαιη, επαναστατική”.

Φεύγοντας από το Δελχί, μετά τις συνομιλίες του Καραμανλή με την ΄Ιντιρα Γκάντι, ταξιδέψαμε στο Μαδράς, που αποτελούσε το δεύτερο σκέλος της επίσημης επίσκεψης. Εκεί, το πρώτο βράδυ που φτάσαμε, ο κυβερνήτης του Μαδράς έδωσε μία μεγάλη δεξίωση στους τεράστιους κήπους του κυβερνείου, ενός υπέροχου κτιρίου αποικιακού ρυθμού. Οι κήποι φωτίζονταν με δάδες που κρατούσαν Ινδοί σαρικοφόροι και παντού υπήρχαν τεράστια τραπέζια με εντυπωσιακή υπεραφθονία πανάκριβων εδεσμάτων. Κοίταξα μιά στιγμή γύρω μου και είδα πάνω στα επίχρυσα ψηλά κιγκλιδώματα των κήπων σκαρφαλωμένα πολλές δεκάδες μικρά ημίγυμνα παιδιά να κοιτούν με λαχτάρα τους μπουφέδες και τους ασημένιους δίσκους με τα προϊόντα αυτής της ακραία υπερβολικής επίδειξης, που περιέφεραν υπηρέτες ανάμεσα στους προσκεκλημένους. Και κάποια στιγμή που βρέθηκα δίπλα στον Καραμανλή έπιασα το βλέμμα του να καρφώνεται σε αυτό το θλιβερό θέαμα. Δεν είπε τίποτα.

Φύγαμε από το κυβερνείο του Μαδράς όχι με τις καλύτερες εντυπώσεις εξ αυτού του λόγου. Την επομένη θα είχε συνομιλίες ο Καραμανλής με τον κυβερνήτη του Μαδράς και το βράδυ θα παρακολουθούσαμε μία παραδοσιακή θεατρική παράσταση ειδικά γιά εμάς. Θα φεύγαμε με κατεύθυνση την Αυστραλία τη μεθεπομένη. Αλλά νωρίς το πρωί, μετά τη βραδυνή δεξίωση του κυβερνήτη, και ενώ είμασταν στο ξενοδοχείο στη διαδικασία του πρωινού, εμφανίστηκε βιαστικός ο Πέτρος Μολυβιάτης και μας είπε ετοιμαστείτε γρήγορα φεύγουμε από την Ινδία τώρα αμέσως. Πράγματι ταχύτατα μπήκαμε στο αεροπλάνο και προσγειωθήκαμε στη Σιγκαπούρη, όπου μείναμε μία ολόκληρη ημέρα για να συμπληρωθεί ο χρόνος έως την επομένη, κατά την οποία μας ανέμεναν στην Αυστραλία για να ξεκινήσει η επίσημη επίσκεψη. Εκεί στο ξενοδοχείο στη Σιγκαπούρη που εκτάκτως μας φιλοξένησε είδαμε αγγλόφωνες ινδικές εφημερίδες, που περνούσαν γενεές δεκατέσσερεις και καθύβριζαν τον Καραμανλή, για την αδικαιολόγητη και προσβλητική για εκείνους πρόωρη διακοπή της επίσκεψης στην Ινδία, καθώς μάλιστα είχε ετοιμαστεί ειδικά για αυτόν θεατρική παράσταση. Ρώτησα σχετικά τον Καραμανλή όταν φτάσαμε στη Σιγκαπούρη γιατί φύγαμε έτσι ξαφνικά και απροειδοποίητα από το Μαδράς. Η απάντησή του ήταν αφοπλιστική:
“Δεν άντεχα να βλέπω άλλο αυτή τη φοβερή δυστυχία. Δεν άντεχα να βλέπω άλλο αυτά τα πεινασμένα μικρά παιδιά, κρεμασμένα στα κάγκελα και μέσα τα τεράστια τραπέζια και τους ασημένιους δίσκους με τις τεράστιες ποσότητες πανάκριβων φαγητών. Αυτές τις μέρες ζήσαμε εδώ στην Ινδία μέσα στη πιό ακραία πολυτέλεια ενώ γύρω και δίπλα μας βλέπαμε τη πιό ακραία φτώχεια. Είναι υπομονετικός λαός οι Ινδοί αλλά πόσο μπορεί να αντέχουν τέτοιες προκλήσεις; Και εγώ ούτε υπομονετικός είμαι και έχω μάθει να αντιδρώ στις προκλήσεις.”

Συναντούσα τον Καραμανλή συχνότερα από το συνηθισμένο στη δεύτερη προεδρική του θητεία 1990 – 1995, όταν είμουν αρχικά πολιτικός αρθρογράφος και στη συνέχεια διευθυντής της Καθημερινής, εφημερίδα της οποίας τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα δημοσιεύματα.

Ήταν τη ταραγμένη εκείνη εποχή με τις διαδοχικές εκλογές του 1989-1990 και τα Ειδικά Δικαστήρια ιδιαίτερα ανήσυχος για τις εξελίξεις. Ο ίδιος ήταν κατηγορηματικά αντίθετος με τις αριστεροδεξιές συγκυβερνήσεις της εποχής εκείνης αλλά κυρίως με τη παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο επισημαίνοντας τις αντιδράσεις που αυτή προκαλούσε. Και κρατούσε σαφείς αποστάσεις από τις αποφάσεις του τότε πρωθυπουργού Κώστα Μητσοτάκη. Είναι χαρακτηριστικό το περιεχόμενο μιάς σχετικής συνομιλίας μας:
“Έγιναν πράγματα που δεν έπρεπε να γίνουν με αυτές τις περίεργες συγκυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα. Έγιναν ανοησίες. Οι νόθες καταστάσεις δεν θεραπεύονται με νόθες λύσεις. Του είχα πει του Μητσοτάκη να πάει αμέσως τότε σε νέες εκλογές. Να μην κάνει όλα αυτά τα ακροβατικά. Δεν με άκουσε. Και τώρα ιδού τα αποτελέσματα. Αυτά που γίνονται με τις δίκες είναι αηδίες. Δεν αποδεικνύονται αυτές οι ιστορίες. Κάθονται τώρα και ακούνε το Κοσκωτά, έναν απατεώνα. Ξεκίνησαν μία ιστορία με αυτές τις δίκες και τώρα δεν ξέρουν τί να την κάνουν. Εγώ ποτέ δεν μιλάω εναντίον του πρωθυπουργού, αλλά αυτά τα πράγματα είναι ανοησίες.

Μου λέει τώρα ο Μητσοτάκης ότι ο Παπανδρέου ή θα απαλλαγεί λόγω αμφιβολιών ή θα καταδικαστεί με αναστολή. Και εγώ του απάντησα πού ξέρεις εσύ ποιά θα είναι η απόφαση; Και έστω και αν το ξέρεις τί το λες από εδώ και από εκεί; Λέγονται αυτά τα πράγματα; Δεν έχουν προβλέψει τίποτε. Δεν ξέρουν πού το πάνε. Κάνουν τυχαία πράγματα καί όπου τους βγουν.Τώρα, αφού άρχισαν τις δίκες πρέπει να τις τελειώσουν γρήγορα. Με οποιοδήποτε τρόπο. Αλλιώς θα γελοιοποιηθούν. Έρχεται εδώ ο Μητσοτάκης, του λέω τη γνώμη μου, τον συμβουλεύω. Ε, και λοιπόν, ό,τι θέλει κάνει. Με γράφει στα παληά του τα παπούτσια. Αφού δεν έχω αρμοδιότητες μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του Παπανδρέου πώς θα τον εξαναγκάσω να με ακούσει;”

Ο Καραμανλής ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος και με το κλίμα αναταραχής, τις απεργίες, τα προβλήματα γύρω από τις ιδιωτικοποιήσεις και τις συγκρούσεις στους δρόμους, που επικρατούσαν εκείνες τις ημέρες του Μαϊου 1991.

Με φώναξε πάλι στο Προεδρικό Μέγαρο, για μία ακόμη φορά ενοχλημένος με καταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί και τόνισε:
“Ο νεοφιλελευθερισμός του Μητσοτάκη δεν στέκει. Άμα χάνεις τα μεσαία στρώματα τί μένει; Σε περιόδους κρίσης σαν αυτή χρειάζεται πάνω απ’ όλα κοινωνική δικαιοσύνη. Δεν μπορεί να πληρώνουν οι φτωχοί και οι πλούσιοι να κοροϊδεύουν. Χρειάζεται και κοινωνική λιτότητα. Δεν μπορεί να προκαλεί τέτοιες μέρες ο πλούτος. Δεξιώσεις, συνέδρια, ταξίδια, αηδίες….΄Εξοδα απ’ εδώ και απ’ εκεί. Άμα ζητάς από τους άλλους θυσίες πρέπει να ξέρεις να δίνεις εσύ πρώτος το παράδειγμα. Και κυρίως να μην προκαλείς.

Πρώτος μας στόχος πρέπει να είναι η οικονομική ανασυγκρότηση, διότι διαφορετικά θα έλθει η αποσύνθεση. Αυτό θα είναι έργο δύσκολο καθώς το μεγαλύτερο κακό που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια είναι ο εκμαυλισμός των Ελλήνων και η διάβρωση, η διάλυση της κοινωνίας. Αυτό θα το πληρώνουμε πολύ ακριβά και για πολλά χρόνια. Και ανησυχώ πολύ γιατί έχει επέλθει μία βαθύτερη αλλοίωση του πολιτεύματος. Λίγοι, ελάχιστοι άνθρωποι έχουν αποκτήσει τεράστια και ανεξέλεγκτη δύναμη, έχουν διεισδύσει παντού και κάνουν ό,τι θέλουν, χωρίς να υπολογίζουν κανέναν και τίποτε. Πού θα βγάλει αυτό;”

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική το 1995, όταν συμπλήρωσε τη δεύτερη προεδρική θητεία του, αλλά πάντα ενδιαφερόταν για τις πολιτικές εξελίξεις. Αρχικά τον έβλεπα συχνά στο σπίτι του στη Πολιτεία, αλλά ήταν εμφανές πως η κατάσταση της υγείας του επιδεινωνόταν με ταχείς ρυθμούς. Λίγο αργότερα, περήφανος όπως πάντα ήταν, σταμάτησε να συναντά πρόσωπα έξω από το πολύ στενό περιβάλλον του για να μη βλέπουμε τη σωματική κατάρρευσή του. Έως το τέλος του με έπαιρνε πάντα τηλέφωνο στην ονομαστική μου εορτή για να ευχηθεί. Πλέον δεν μπορούσε να μιλήσει καθαρά, μόνο φωνήεντα άρθρωνε και περιοριζόμουν να λέω ευχαριστώ Κύριε Πρόεδρε χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς μου έλεγε στα πολύ σύντομα αυτά τηλεφωνήματα.

Πέθανε το 1998 σε ηλικία 91 ετών, έχοντας διατρέξει πρωτοφανή για Έλληνα πολιτικό πορεία: Υπουργός επί 8 χρόνια, πρωθυπουργός 14, Πρόεδρος της Δημοκρατίας 10. Αντίθετα με τους άλλους μεγάλους ΄Ελληνες πολιτικούς, τον Χαρίλαο Τρικούπη ή τον Ελευθέριο Βενιζέλο πέθανε ήσυχα και ένδοξα , τιμημένος όχι μόνο από φίλους αλλά και από αντιπάλους.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΡΑΛΛΗΣ

Τον Κωνσταντίνο Καραμανλή διαδέχθηκε ως πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και πρωθυπουργός ο Γεώργιος Ράλλης τον Μάϊο του 1980, πλειοψηφώντας οριακά έναντι του άλλου διεκδικητή της ηγεσίας Ευάγελου Αβέρωφ. Η εκλογή του Ράλλη από τη κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας δημιούργησε μεγάλα εσωτερικά προβλήματα στο κόμμα, καθώς ο Αβέρωφ και οι οπαδοί του – βουλευτές και στελέχη του κομματικού μηχανισμού – ουδέποτε συμβιβάστηκαν με την ήττα τους. Προβλήματα με αιχμή την με κάθε τρόπο υπονόμευση του Ράλλη, που συνεχίστηκαν και σταδιακά εντάθηκαν έως τις εκλογές του 1981 και τη σαρωτική νίκη του ΠΑΣΟΚ.

Η εκλογή του νέου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας έγινε στις 8 Μαϊου του 1980 στην αίθουσα Γερουσίας της Βουλής. Υπέρ του Ράλλη ψήφισαν 88 βουλευτές, 84 υπέρ του Αβέρωφ και 3 λευκό.Μπαίνοντας στην αίθουσα, πριν τη ψηφοφορία ο Αβέρωφ ήταν βέβαιος πως θα είναι αυτός ο νικητής με πλειοψηφία άνω των 100 ψήφων, όπως πίστευε ο ίδιος και διέδιδαν οι συνεργάτες του. Προέκυπτε ο αριθμός αυτός από διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις που είχαν δοθεί στον ίδιο τον Αβέρωφ από βουλευτές τους οποίους είχε συναντήσει και βολιδοσκοπήσει. Σαφές προβάδισμα είχε ο Αβέρωφ και μεταξύ των στελεχών του κομματικού μηχανισμού της ΝΔ.

Ίδιο κλίμα υπέρ του Αβέρωφ επικρατούσε και στην οργανωμένη λαϊκή βάση του κόμματος. Μάλιστα και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν απολύτως βέβαιος ότι νικητής θα ήταν ο Αβέρωφ και είχε εμμέσως προσπαθήσει να αποτρέψει τον Ράλλη από του να θέσει υποψηφιότητα. Έτσι, όταν ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα, ο Ευάγγελος Αβέρωφ και οι οπαδοί του δεν πίστευαν αυτό που άκουγαν και έβλεπαν. Καί τα απέδωσαν αμέσως σε παρασκηνιακές παρεμβάσεις υπέρ του Ράλλη. ‘Οχι τυχαία μάλιστα ο Καραμανλής είχε αμέσως προβλέψει ότι “αυτοί οι δυό θα φαγωθούν”. Έτσι και έγινε από τη πρώτη ημέρα. Τόσο ο ίδιος ο Αβέρωφ όσο και οι βασικοί συνεργάτες του άρχισαν να υποστηρίζουν τη θεωρία ότι τη νύχτα πριν τη ψηφοφορία έγινε μαζική τηλεφωνική παρέμβαση από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή υπέρ του Γεωργίου Ράλλη.

Πρόσθεταν μάλιστα ότι τα τηλεφωνήματα αυτά είχαν γίνει από τον αδελφό του, Αχιλλέα Καραμανλή. Έτσι ενώ πριν τη ψηφοφορία είχε συμφωνηθεί σε συνάντηση των δύο υποψήφιων με τον Καραμανλή καί τον Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου ότι ο ηττημένος θα αναλάμβανε αντιπρόεδρος του κόμματος, υπουργείο της επιλογής του και θα συμμετείχε στις αποφάσεις για τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, ο Αβέρωφ δεν προσήλθε στη σχετική συνάντηση που είχε οριστεί την επομένη της εκλογής, αρνήθηκε να αναλάβει αντιπρόεδρος, υπαναχωρώντας από τα συμφωνημένα, και δήλωσε ότι θα παραμείνει στη κυβέρνηση μόνον ως υπουργός ΄Αμυνας. Δύο πρόσωπα βρέθηκαν τότε πολύ κοντά στον Ευάγγελο Αβέρωφ και επηρέασαν καθοριστικά και πιθανώς βλαπτικά τις κινήσεις του πριν και μετά την εκλογή: Ο νέος τότε βουλευτής Αντώνης Σαμαράς και ο τότε πολιτικός συντάκτης του Βήματος Σταύρος Ψυχάρης.

Μετά την εκλογή Ράλλη και στη διάρκεια της 17μηνης θητείας του ως πρωθυπουργού και προέδρου του κόμματος εντάθηκαν οι ομαδοποιήσεις μέσα στη Νέα Δημοκρατία και οξύνθηκαν οι συγκρούσεις μεταξύ βουλευτών, υπουργών και στελεχών προσκείμενων σε κάθε μία από τις δύο πλευρές. Εντάθηκαν επίσης οι αμοιβαίες καχυποψίες, η πολεμική αλλά και η γενικότερη σύγχιση τόσο σε επίπεδο κοινοβουλευτικής ομάδας όσο και κομματικού μηχανισμού.

Υπό αυτές τις συνθήκες ο Ράλλης έφτασε στις εκλογές του Οκτωβρίου 1981, με ένα κόμμα διαλυμένο, με αλληλοϋποβλεπόμενα στελέχη και με το ΠΑΣΟΚ και τον Ανδρέα Παπανδρέου από την άλλη πλευρά να καλπάζουν προς την εξουσία.

Είχα παρακολουθήσει στις εκλογές εκείνες ως πολιτικός συντάκτης του Βήματος πολλές από τις συγκεντρώσεις των πολιτικών αρχηγών ανά την Ελλάδα. Ήταν σαφές τι θα συνέβαινε στις κάλπες. Μεγάλα και ενθουσιώδη πλήθη συνέρρεαν με κάθε μέσο στις συγκεντρώσεις του Παπανδρέου, έφταναν ακόμη και με τρακτέρ από τα πιό0 μακρινά χωριά στις πλατείες των πόλεων. Οι πλατείες βούλιαζαν, τα πλήθη παραληρούσαν, ο ενθουσιασμός ήταν απερίγραπτος.

Όλοι πανηγύριζαν προκαταβολικά την επερχόμενη νίκη. Οι συγκεντρώσεις αυτές ήταν περισσότερο ένα μεγάλο ξέσπασμα, μιά ξέφρενη γιορτή και λιγότερο πολιτικές εκδηλώσεις. Από την άλλη πλευρά στις συκεντρώσεις του Ράλλη οι πλατείες ήταν μισοάδειες ή μισογεμάτες. Μισοάδεια ή μισογεμάτα έφταναν και τα πούλμαν που εστέλλοντο για να μεταφέρουν τους οπαδούς της Νέας Δημοκρατίας. Οπαδοί του Ράλλη υποστήριζαν ότι οι αβερωφικοί τοπικοί μηχανισμοί απέτρεπαν τη προσέλευση οπαδών στις συγκεντρώσεις τους. Και οι οπαδοί του Αβέρωφ υποστήριζαν ότι η βάση της Νέας Δημοκρατίας δεν ήθελε ούτε να ακούει ούτε να βλέπει τον Ράλλη.

Μετά την εκλογική ήττα ο ίδιος ο Γεώργιος Ράλλης έθεσε στη κοινοβουλευτική ομάδα θέμα εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του, σαν να ήθελε να απαλλαγεί το νωρίτερο δυνατό από ένα κόμμα που μεγάλα τμήματά του τον είχαν εξ αρχής υπονομεύσει. Έτσι στις 7 Δεκεμβρίου του 1981, στη ψηφοφορία της κοινοβουλευτικής ομάδας, 61 βουλευτές ψήφισαν εναντίον του Ράλλη, 41 υπέρ και 9 λευκό.

Ο Καραμανλής είχε προσπαθήσει να πείσει τον Ράλλη να περιμένει τις εξελίξεις και να μη θέση αμέσως ζήτημα εμπιστοσύνης, αλλά δεν εισακούστηκε. Συνάντησα τον Ράλλη μία από τις επόμενες ημέρες ευδιάθετο στην οδό Βαλαωρίτου και περπατούσαμε μαζί συζητώντας για αρκετή ώρα. Τον ρώτησα μεταξύ άλλων γιατί βιάστηκε να θέσει από μόνος του ζήτημα εμπιστοσύνης και δεν περίμενε λίγο να ζυγίσει καλύτερα τα μετεκλογικά δεδομένα. Η απάντησή του ήταν αφοπλιστική και ταυτόχρονα χαρακτηριστική για τον Γεώργιο Ράλλη:
“Εγώ δεν έγινα στη ζωή μου ρεζίλι για τις γυναίκες που αγάπησα και θα γίνω τώρα ρεζίλης γι’ αυτούς τους καραγκιόζηδες που από την αρχή με αμφισβήτησαν και με υπονόμευσαν.”

Προερχόμενος από τη βαθειά δεξιά ο Ράλλης είχε εξελιχθεί συν τω χρόνω σε έναν κεντρώο πολιτικό ήπιων τόνων. Ήταν ευγενής, έντιμος, αξιοπρεπής, ευθύς και ειλικρινής. Υπήρξε επιτυχημένος και αποτελεσματικός σε όλα τα υπουργεία από τα οποία πέρασε προδικτατορικά και μεταδικτατορικά, με ένα από τα σημαντικότερα έργα του, ως υπουργού Παιδείας, να είναι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976-1977, που καθιέρωσε την υποχρεωτική εννεαετή εκπαίδευση και τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα της παιδείας και της δημόσιας διοίκησης.

Προσπάθησε σε μία ταραγμένη εποχή να επιβάλλει ένα ήπιο πολιτικό κλίμα και να διατηρήσει σε ευπρεπείς τόνους τη πολιτική αντιπαράθεση. Ίσως όμως τα χρόνια εκείνα της πόλωσης και των μετωπικών συγκρούσεων δεν προσφέρονταν για πολιτικούς του είδους και του επιπέδου του Γεωργίου Ράλλη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, όπως είχε εμπιστευθεί και σε εμένα, τον εκτιμούσε ιδιαίτερα για τό ήθος, την ευγένεια και τη πολιτική ευπρέπειά του.

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΒΕΡΩΦ

Τον Γεώργιο Ράλλη διαδέχθηκε στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ο Ευάγγελος Αβέρωφ, σε ρόλο αρχηγού αξιωματικής αντιπολίτευσης, με κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Και από τις πρώτες ημέρες έγινε σαφές ότι η Νέα Δημοκρατία γύριζε σελίδα. Εγκατέλειπε το ήπιο πολιτικό κλίμα που αποτελούσε τη βασική κατεύθυνση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Γεωργίου Ράλλη και έστρεφε το κόμμα τόσο σε επίπεδο κοινοβουλευτικής ομάδας όσο και κομματικού μηχανισμού σε μία σκληρά και ακραία επιθετική πολιτική εναντίον της κυβέρνησης αλλά και των κομάτων της Αριστεράς. Καθόλου τυχαία μάλιστα ο Αβέρωφ είχε δηλώσει ότι ιδεολογικοπολιτική αρχή του κόμματος είναι ο “εθνικόφρων δημοκρατικός φιλελευθερισμός” αντικαθιστώντας την έως τότε από την εποχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή διακηρυγμένη ταυτότητα του “ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού”.

Το περίεργο της ιστορίας είναι ότι ο μεν προερχόμενος από τη σκληρή δεξιά Γεώργιος Ράλλης κινήθηκε ως κεντρώος πολιτικός και συγκέντρωσε γύρω του τα μετριοπαθέστερα και ανανεωτικά στελέχη του κόμματος, ο δε προερχόμενος από το κόμμα των Φιλελευθέρων Ευάγγελος Αβέρωφ, έχοντας μάλιστα διατελέσει υπουργός των κυβερνήσεων Σοφούλη και Πλαστήρα, υπηρέτησε λογικές εθνολαϊκιστικής ακροδεξιάς και αντίστοιχα στελέχη της παραδοσιακής βαθειάς Δεξιάς βρέθηκαν μεταξύ των κεντρικών συνεργατών του. Αυτή ακριβώς η πολιτική λογική και αυτή ακριβώς η πολιτική κατεύθυνση υπήρξαν το κύριο χαρακτηριστικό του Αβέρωφ ως αρχηγού και συνολικά της Νέας Δημοκρατίας επί των ημερών του.

Έτσι επί Αβέρωφ η Νέα Δημοκρατία μετέσχε επισήμως στις εκδηλώσεις στον Γράμμο – Βίτσι, επισήμως στις εκδηλώσεις στο Σύνταγμα Μακρυγιάννη, ψήφισε εναντίο της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης και άσκησε κάθετα αρνητική αντιπολίτευση σε όλες τις επιλογές του ΠΑΣΟΚ εντός και εκτός Βουλής. Κύριο μέλημα του νέου προέδρου μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του ήταν η οργανωτική ανασυγκρότηση και ανασχηματισμός του κόμματος.

Δημιουργήθηκαν δεκάδες νέων τοπικών οργανώσεων, συνδικαλιστικών εργοδοτικών και εργατικών οργανώσεων, γυναικείων οργανώσεων, μαθητικών οργανώσεων, φοιτητικών συλλόγων, επιστημονικών συλλόγων, κλαδικών οργανώσεων και αγροτικών συλλόγων. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη νεολαία του κόμματος, την ΟΝΝΕΔ, τα μέλη της οποίας από 5.000 που ήταν το 1981 ξεπέρασαν τις 120.000 το 1984. Μάλιστα αυτή η νεολαία αποδείχθηκε και εξαιρετικά έως ακραία δυναμική αφού πρωτοστάτησε σε επεισόδια στους δρόμους ενώ προέκυψαν από τους κόλπους της και δύο μάχιμες ομάδες, οι Κένταυροι και οι Ρέϊντζερς, οι οποίες πολύ συχνά κινήθηκαν με άθλιους τρόπους στα όρια της παρανομίας.

Γεγονός πάντως είναι ότι επί Αβέρωφ τέθηκαν για πρώτη φορά τα ανύπαρκτα έως τότε οργανωτικά θεμέλια του κόμματος. Αλλά δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Όπως δεν απέδωσε τα αναμενόμενα και η δυναμική, μαχητική αντιπολίτευση προς το ΠΑΣΟΚ. Διότι συσπείρωσε μεν την ήδη υπάρχουσα λαϊκή βάση του κόμματός του αλλά δεν την διεύρυνε.

Αντίθετα μάλιστα προκάλεσε μία αντιδεξιά επιθετική αντισυσπείρωση σε όλο το πλήν Νέας Δημοκρατίας πολιτικό φάσμα. Και όλα αυτά αποδείχθηκαν στις Ευρωεκλογές του 1984, στις οποίες είχε θέσει ως στόχο ο Αβέρωφ τη κατάληψη της πρώτης θέσης. Αλλά έχασε με πάνω από 3 μονάδες διαφορά. Και δύο μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1984 παραιτήθηκε. Προηγουμένως είχαν αρχίσει οι πρώτες έντονες εσωκομματικές βολές εναντίον του, ένα μείζον κλίμα αμφισβήτησης για τις ατελέσφορες, ακραίες ιδεολογικοπολιτικές επιλογές του. Και ήδη από τότε είχαν εμφανιστεί στο προσκήνιο οι νέες ομαδοποιήσεις και για πρώτη φορά καταγράφηκε ως ομαδάρχης, ως δελφίνος, ο Κώστας Μητσοτάκης.

Βέβαιον είναι ότι αυτή η τελευταί πολιτική περίοδος του Ευάγγελου Αβέρωφ αδικεί, κατά τη γνώμη μου, τη συνολική παρουσία του στο δημόσιο βίο της Ελλάδας. Υπήρξε μέγιστη η προσωπική συμβολή του ως υπουργού Άμυνας στην ομαλή μετάβαση από τη δικτατορία στη Δημοκρατία, σημαντικό είναι και το λογοτεχνικό του έργο καθώς και η συμβολή του μέσω του ιδρύματος Αβέρωφ Τοσίτσα στην πολιτιστική ανάδειξη και την οικονομική ευημερία του Μετσόβου.

Τέλος να σημειωθεί ότι παραδίδοντας το κόμμα στον Κώστα Μητσοτάκη είχε πουλήσει τμήματα της κτηματικής του περιουσίας και είχε εξοφλήσει όλες τις υποχρεώσεις της Νέας Δημοκρατίας, παραδίδοντας για πρώτη και τελευταία φορά στην ιστορία του κόμματος το ταμείο χωρίς μία δραχμή χρέος. Στις προσωπικές επαφές που είχα μαζί του αποκόμιζα την εικόνα ενός ευγενέστατου, αξιοπρεπέστατου και ευφυούς ανδρός, που πίστευε αυτά που έλεγε και στην ιδέα της “εθνικοφροσύνης”, όπως αυτός την αντιλαμβανόταν και που όχι άδικα είχε χαρακτηριστεί από φίλους αλλά και αντιπάλους του αληθής “ευπατρίδης”.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ

Τον Ευάγγελο Αβέρωφ διαδέχτηκε στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ο Κώστας Μητσοτάκης, εκλεγόμενος τον Σεπτέμβριο του 1984 με 71 ψήφους έναντι 40 του ανθυποψήφιου Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου. Ήταν αυτό ένα εκ πρώτης όψεως εντυπωσιακό πολιτικό φαινόμενο. Ο Μητσοτάκης προερχόταν από την Ένωση Κέντρου και μάλιστα ήταν προδικτατορικά η κινητήρια δύναμη του “ανένδοτου αγώνα” εναντίον της ΕΡΕ και του Καραμανλή προσωπικά. Από εκείνη την εποχή παράλληλα τον συνόδευε ο χαρακτηρισμός του “αποστάτη”, καθώς είχε υπάρξει ένας εκ των πρωταγωνιστών της ανατροπής της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου το 1965.

Στη Μεταπολίτευση ο Καραμανλής δεν τον είχε περιλάβει στη σύνθεση της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας αλλά ούτε και στα ψηφοδέλτια της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 1974 και του 1977, στις οποίες ο Μητσοτάκης είχε εκλεγεί με το προσωποπαγές κόμμα των Νεοφιλελεύθερων, που είχε ο ίδιος ιδρύσει. Στη Νέα Δημοκρατία εντάχθηκε το 1978 και διέλυσε τότε το θνησιγεγές κόμμα του. Και μόλις 6 χρόνια αργότερα, το 1984, εξελέγη αρχηγός της, έχοντας προηγουμένως ψύχραιμα και αξιοθαύμαστα αντιμετωπίσει πολιτικές περιπέτειες και καταστροφές, από τις οποίες λίγοι πολιτικοί θα κατόρθωναν να επιβιώσουν.

Στην εκλογή του στην ηγεσία της ΝΔ υποστηρίχτηκε από βουλευτές διαφόρων προελεύσεων, από πρώην κεντρώους έως πρώην ακροδεξιούς, αλλά οι κύριοι υποστηρικτές του, που του έδωσαν τελικά τη νίκη, ήταν ο Ευάγγελος Αβέρωφ και η συμπαγής ομάδα των βουλευτών που τον ακολουθούσαν.

Τον Κωστή Στεφανόπουλο είχε υποστηρίξει κυρίως η ομάδα των νεώτερων ανανεωτικών βουλευτών, των ακραιφνών καραμανλικών αλλά και ο Γεώργιος Ράλλης και η ομάδα των βουλευτών, που ανήκαν στο πολιτικό περιβάλλον του. Ωστόσο η μεγάλη πλειοψηφία βουλευτών που συγκέντρωσε ο Κώστας Μητσοτάκης είχε ως βασικό κίνητρο την απόψη, που δεν απείχε πολύ από τη πραγματικότητα, πως ήταν αυτός ο καταλληλότερος να αντιμετωπίσει δυναμικά τον Ανδρέα Παπανδρέου. Πως θα γινόταν ο “αντιανδρέας” της Νέας Δημοκρατίας, ρόλο που δεν μπορούσε και εκ φύσεως και εκ χαρακτήρος να παίξει ο μετριοπαθής και οπαδός του ήπιου πολιτικού κλίματος Κωστής Στεφανόπουλος.

Είναι φανερό πως ο Μητσοτάκης δεν απέκτησε ποτέ ομοιογενή κομματική βάση στο κόμμα του οποίου εξελέγη αρχηγός. Και έπρεπε συνεχώς να ισσορροπεί ανάμεσα σε παραδοσιακούς ακροδεξιούς του Αβέρωφ, σε ανανωτικους κεντρώους του Ράλλη και του Στεφανόπουλου και σε ακραιφνείς καραμανλικούς, που τον θεωρούσαν ξένο σώμα στη παράταξη.

Τίποτε δυσκολότερο από αυτές τις ισσορροπίες, καθώς εξ αρχής δεχόταν έντονη αμφισβήτηση από εσωκομματικούς αντιπάλους του. Αμφισβήτηση που πήρε πολύ πιό έντονο χαρακτήρα όταν έχασε τις εκλογές του 1985, γεγονός που τον υποχρέωσε αρχικά να παραιτηθεί και να θέσει κατόπιν εκ νέου υποψηφιότητα. Τη κέρδισε και αυτή τη μάχη, η οποία είχε όμως ως παράπλευρη απώλεια την αποχώρηση του Στεφανόπουλου από τη Νέα Δημοκρατία, μαζί με 9 ακόμη βουλευτές, και την ίδρυση από αυτούς της ΔΗΑΝΑ. Το νέο κεντροδεξιό αυτό σχήμα ακολούθησαν και αρκετά ανά την Ελλάδα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας.

Υπό τις συνθήκες αυτές στη Νέα Δημοκρατία, με τον Ανδρέα Παπανδρέου βαρύτατα ασθενή και τα σκάνδαλα να σπαράσσουν το ΠΑΣΟΚ με κυριότερο την υπόθεση Κοσκωτά, διενεργήθηκαν με νόμο απλής αναλογικής οι τρείς διαδοχικές εκλογές του 1989 – 1990 και οι συνακόλουθες τρεις διαδοχικές εκλογικές νίκες της Νέας Δημοκρατίας, με υψηλά ποσοστά, που όμως λόγω εκλογικού νόμου δεν έδιναν κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες. Από τις εκλογές αυτές προέκυψαν αρχικά οι συγκυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα και τελικά η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, με οριακή πλειοψηφία δύο μόλις εδρών, μία “δανεική” από τη ΔΗΑΝΑ και μία κερδισμένη στο Εκλογοδικείο. Και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα ακραίας πόλωσης, το οποίο είχε οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, λόγω και της παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου και συνεργατών του στα Ειδικά Δικαστήρια.

Με αυτούς τους γενικότερους δύσκολους συσχετισμούς ο Κώστας Μητσοτάκης προσπάθησε να εφαρμόσει τη πολιτική των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που πίστευε: Τη πολιτική του οικονομικού φιλελευθερισμού, του περιορισμού του κράτους, των διαρθρωτικών μεταβολών στον δημόσιο τομέα, των ιδιωτικοποιήσεων, της απελευθέρωσης εργασιακών σχέσεων και κίνησης κεφαλαίων, του περιορισμού των διοικητικών περιορισμών στην οικονομία. Σχεδόν το σύνολο αυτών των μέτρων ήταν αντίθετο με τα πολιτικά προτάγματα της λαϊκής παραδοσιακής δεξιάς μέσα στη Νέα Δημοκρατία. Αλλά συνάντησαν και τη λυσσώδη αντίσταση του ΠΑΣΟΚ, που είχε βγάλει το κόσμο του στους δρόμους και λόγω της παραπομπής του Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο.

Ο Μητσοτάκης πολεμήθηκε και συγκρούστηκε άγρια και με τις θιγόμενες συνδικαλιστικές συντεχνίες αλλά και με ισχυρότατα οικονομικά συμφέροντα προμηθευτών του δημοσίου, που ήλεγχαν έμμεσα ή άμεσα σημαντικά μέσα ενημέρωσης, και που έχαναν με τις ιδιωτικοποιήσεις τις προσβάσεις, τις διασυνδέσεις και τις συνήθεις πρακτικές τους για τη καταλήστευση δημόσιων επιχειρήσεων.

Μέσα σε όλα αυτά εξελίχθηκε η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ευρώπης και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, λόγω της οποίας προέκυψε και το πρόβλημα της ονομασίας του νέου κράτους της Βόρειας Μακεδονίας, που εντελώς παράλογα έγινε κεντρικό ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Πάνω στο παραλογισμό αυτόν περί την ονομασία ανατράπηκε η κυβέρνηση Μητσοτάκη από τον πρώην υπουργό Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά και δύο φίλους του βουλευτές.

Ο Σαμαράς είχε αποπεμφθεί από τον Μητσοτάκη το Απρίλιο του 1992 από το υπουργείο Εξωτερικών λόγω διαφωνίας του περί τον χειρισμό του Σκοπιανού, είχε παραιτηθεί από τη Νέα Δημοκρατία και είχε ιδρύσει ένα δικό του θνησιγενές κόμμα, τη Πολιτική Άνοιξη, δεξιών εθνολαϊκιστικών κατευθύνσεων. Έτσι έπεσε η κυβέρνηση Μητσοτάκη και προκηρύχθηκαν οι εκλογές του Οκτωβρίου 1993 που επανέφεραν στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ με τον βαρύτατα ασθενή αλλά δικαιωμένο από το Ειδικό Δικαστήριο Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο Κώστας Μητσοτάκης που γνώρισα εγώ, ήταν σε προσωπικό επίπεδο ένας άνθρωπος συμπαθής, ευγενής και ανοιχτός στον διάλογο, συχνά ειλικρινής μέχρι ωμότητος για πολιτικό. Ποτέ δεν έχανε τη παροιμιώδη ψυχραιμία του, ήταν κατά κανόνα αισιόδοξος, άριστος κοινοοβουλευτικός και πάντα καλά διαβασμένος στα θέματα στα οποία έπαιρνε το λόγο ως πρωθυπουργός, υπουργός ή απλός βουλευτής.

Ήταν ένας πολιτικός με αναμφισβήτητα και αξιόλογα ηγετικά προσόντα αλλά και πολιτικές αντοχές, που είναι απαραίτητες σε αυτό το “επάγγελμα”. Έχω την εντύπωση ότι σχεδόν πάντα έκανε τις σωστές διαγνώσεις όπως επί παραδείγματι προδικατορικά έβλεπε την επερχόμενη δικτατορία και προσπαθούσε να αποτρέψει τη σύγκρουση Παπανδρέου – Κωνσταντίνου ή μετά να περιορίσει τις συνέπειές της ή όταν ως πρωθυπουργός έβλεπε την επερχόμενη οικονομική κατάρρευση, που οδήγησε τελικά στα μνημόνια, και προσπάθησε έγκαιρα να την αντιμετωπίσει. Ίσως όμως κάνοντας τις σωστές διαγνώσεις συνέχιζε με λάθος κινήσεις, οι οποίες άνοιγαν ταυτόχρονα πολλά μεγάλα μέτωπα, δύσκολα αντιμετωπίσιμα.

Έτσι άνοιξε ταυτόχρονα τα μέτωπα με τη παραπομπή του Παπανδρέου, με το σύνολο των συνδικαλιστικών συντεχνιών του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, με πολλούς μεγαλοεπιχειρηματίες κάτοχους και επιδραστικών μέσων ενημέρωσης. Με πλειοψηφία δύο μόλις εδρών και ένα κόμμα εν πολλοίς εχθρικό απέναντί του, ήταν ίσως προδιαγεγραμμένη η ανατροπή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Πιστεύω πάντως ότι αν είχε παραμείνει πρωθυπουργός και είχε κατορθώσει να εφαρμόσει το πρόγραμμά του πιθανώς η κρίση του 2009 – 2019 δεν θα είχε ούτε αυτή την έκταση ούτε αυτό το βάθος. Καθόλου τυχαία μάλιστα οι περισσότερες από τις σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις του Μητσοτάκη εμφανίστηκαν δειλά στις επόμενες κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη και τελικά επιβλήθηκαν βίαια στην ελληνική κοινωνία ως επιταγές των μνημονίων και των δανειστών.

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΕΒΕΡΤ

Τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη διαδέχτηκε στην ηγεσία του κόμματος ο Μιλτιάδης Έβερτ, επικρατώντας έναντι του Γιάννη Βαρβιτσιώτη με 141 έναντι 37 ψήφων.
Στην εκλογή αυτή ούτε αναμίχθηκε ούτε προσπάθησε να παρέμβει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, παραμένοντας αυστηρά ουδέτερος. Ωστόσο εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι ο Έβερτ είχε υποστηριχτεί εκτός από το καραμανλικό μπλόκ και τους ανανεωτικούς βουλευτές και από πολλά μέλη της ομάδας Μητσοτάκη. Και τούτο παρά το γεγονός ότι είχε ηγηθεί της εσωκομματικής αντιπολίτευσης μαζί με τον Σταύρο Δήμα και τον Αθανάσιο Κανελλόπουλο και επιπλέον είχε παραιτηθεί από υπουργός Προεδρίας τον Οκτώβριο του 1991, διαφωνώντας με κεντρικές επιλογές του Μητσοτάκη.

Παρά την υποστήριξη που πιθανώς είχε λάβει από στελέχη της ομάδας Μητσοτάκη, ο ΄Εβερτ, αμέσως μόλις ανέλαβε άρχισε να εκκαθαρίζει το κόμμα από υποστηρικτές του πρώην πρωθυπουργού και ταυτόχρονα να κατεδαφίζει τις βασικές αρχές της πολιτικής του, από τους χειρισμούς του Μακεδονικού έως τις αποκρατικοποιήσεις, τις εργασιακές σχέσεις, τα σταθεροποιητικά προγράμματα, το Ασφαλιστικό, χαρακτηρίζοντάς τες ακραία νεοφιλελεύθερες. Και τότε άρχισε ένας αμείλικτος εσωκομματικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο πλευρές, ο οποίος διήρκεσε ακατάπαυστα έως τη πτώση του Μιλτιάδη ΄Εβερτ, τον Μάρτιο του 1997.

Ο Έβερτ, ένας κλασσικός εκπρόσωπος της λαϊκής δεξιάς και πολιτικό παιδί του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπως αυτοχαρακτηριζόταν, ήταν ευρωπαϊστής, πίστευε στον κρατικό παρεμβατισμό, στην εθνική συμφιλίωση και επέλεγε τους συνεργάτες του ασχέτως πολιτικής προέλευσης. Χαρακτηριστικό είναι πώς ένα από τα κορυφαία έργα του ως δημάρχου Αθηναίων ήταν η δημιουργία του πρώτου ελεύθερου, μη κρατικού ραδιοσταθμού, του Αθήνα 9,84, τα περισσότερα δημοσιογραφικά στελέχη και οι διοικητικοί παράγοντες του οποίου προέρχονταν κυρίως από τη μετριοπαθή Αριστερά και πάντως όχι από τη νεοδημοκρατική Δεξιά.

Ο ίδιος ήταν ένας άνθρωπος ευθύς, ανοιχτός, αυθόρμητος, πιστός στους φίλους του, δραστήριος και ορμητικός έως παρορμητικός, πράγμα που του είχε προσδώσει το προσωνύμιο “μπουλντόζας”. Παρά δε την αστική καταγωγή του, ήταν ένας άνθρωπος που μπορούσε να επικοινωνήσει και να συνεννοηθεί περισσότερο και καλύτερα με ανθρώπους των λαϊκών στρωμάτων απ’ότι με άτομα της δικής του κοινωνικής τάξης.

Ο Έβερτ όλο το 1995 προχωρούσε ακάθεκτος προς μία μεγάλη εκλογική νίκη έχοντας απέναντί του τον ημιθανή Ανδρέα Παπανδρέου και το απερίγραπτο περιβάλλον του. Όλες δε οι δημοσκοπήσεις της εποχής του έδιναν ασφαλές προβάδισμα έναντι του ΠΑΣΟΚ πάνω από τρεις μονάδες. Η μεγάλη ευκαιρία του Έβερτ ήλθε στις αρχές του 1995 όταν όλα έδειχναν ότι η Βουλή επρόκειτο να διαλυθεί λόγω αδυναμίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές, τις οποίες θα κέρδιζε άνετα.

Και τότε ο πρόεδρος της ΠΟΛΑΝ Αντώνης Σαμαράς έρριξε σωσίβιο σωτηρίας στον Ανδρέα Παπανδρέου, προτείνοντας και υπερψηφίζοντας μαζί με το ΠΑΣΟΚ ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κωστή Στεφανόπουλο. Τότε ήταν που ανατράπηκαν όλα τα δεδομένα. Ο Παπανδρέου, βαρύτατα ασθενής πλέον παραιτήθηκε από πρωθυπουργός και εξελέγη στη θέση του ο Κωνσταντίνος Σημίτης, ο οποίος λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1996, μετά το θάνατο του Παπανδρέου εξελέγη και πρόεδρος του κόμματος.

Από το σημείο εκείνο και πέρα ο Σημίτης με την εικόνα ενός σοβαρού, αξιοπρεπούς και συγκροτημένου πολιτικού με κεντρικό σύνθημα τον εκσυγχρονισμό, κάλυψε με άλματα την υπάρχουσα διαφορά υπέρ της Νέας Δημοκρατίας και τελικά κέρδισε με ποσοστά άνω των τριών μονάδων τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 1996, καθώς είχε κατορθώσει να επαναφέρει στο ΠΑΣΟΚ τον καθοριστικό όγκο των μεσαίων και ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων που είχαν στραφεί προς τη Νέα Δημοκρατία λόγω της αδυναμίας του Παπανδρέου και της δραστηριότητας των ποικίλων αυλικών του. Ο Έβερτ είχε διατηρήσει ή και αυξήσει τις δυνάμεις του στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα και τους αγροτικούς πληθυσμούς, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να κερδίσει τις εκλογές.

Αμέσως μετά την εκλογική ήττα ο ΄Εβερτ παραιτήθηκε. Ωστόσο δέχτηκε ασφυκτικές πιέσεις από ηγετικά στελέχη του καραμανλικού μπλόκ να παραμείνει στη θέση του, διότι διαφορετικά, όπως έλεγαν, θα καταλάμβανε πάλι το κόμμα το “Μητσοτακέϊκο”. Έτσι δέχτηκε να παραμείνει στη θέση του και να θέσει τον εαυτό του στη κρίση του εκλεκτορικού σώματος, που τον επανεξέλεξε με 103 ψήφους έναντι 84 του Γιώργου Σουφλιά, ο οποίος είχε υποστηριχτεί μαζικά από την ομάδα Μητσοτάκη αλλά και από κάθε άλλο εσωκομματικό αντίπαλο του ΄Εβερτ.

Θεωρητικά το ζήτημα θα μπορούσε να είχε κλείσει εκεί. Αλλά δεν έκλεισε. Οι ίδιοι παράγοντες που τον είχαν πείσει να βάλει εκ νέου υποψηφιότητα για να μη παραδοθεί το κόμμα στο “Μητσοτακέϊκο” άρχισαν τώρα να τον πιέζουν να πάει σε Συνέδριο “και για να αναβαπτιστείς εσύ στη εντολή της βάσης και για να τελειώνουμε οριστικά μαζί τους”. Τον διαβεβαίωναν δε ότι η νίκη του θα ήταν εύκολη και ευρύτατη. Ο Νίκος Μπάλιος μάλιστα, διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Έβερτ, του εμφάνιζε λίστες με τα μέλη του Συνεδρίου και τον διαβεβαίωνε ότι “διπλοτσεκαρισμένα” πάνω από το 60% τους θα τον υπερψήφιζε. Έτσι οδηγήθηκε ο Έβερτ ως πρόβατο επί σφαγήν στο 4ο συνέδριο τον Μάρτιο του 1997.

Εξ όσων μου είχε πει ο Έβερτ, είχε επικοινωνήσει ο ίδιος με τον Κώστα Καραμανλή, ο οποίος τον είχε διαβεβαιώσει ότι δεν πρόκειται να θέσει ο υποψηφιότητα. “Άν δεν πάει καλά και στις Ευρωεκλογές του 1999 τοτε ας το ξαναδούμε” λέγεται ότι απαντούσε ειλικρινώς ο Καραμανλής σε υποστηρικτές του που τον πίεζαν να είναι υποψήφιος.

Δύο ηγετικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας τότε, ο Γιάννης Βαρβιτσιώτης και ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, ξεκίνησαν μία έντονη εκστρατεία υπέρ της υποψηφιότητας του Κώστα Καραμανλή και άσκησαν εντονότατες πιέσεις και στον ίδιο να είναι υποψήφιος. Παρά τις αρχικές αρνήσεις του, επικαλούμενοι ενδεχόμενη νίκη του Σουφλιά έναντι του Έβερτ και τη νέα παράδοση του κόμματος στο “μητσοτακέϊκο”, του τόνιζαν τις πολιτικές και ηθικές υποχρεώσεις του ίδιου στον “καραμανλισμό” και τον θείο του. Ο Κώστας Καραμανλής τελικώς όχι πολύ πρόθυμα ενέδωσε. Και όταν άκουσε ο Μιλτιάδης ΄Εβερτ την ανακοίνωση της υποψήφιότητάς του δεν πίστευε στα αυτιά και τα μάτια του. Έτσι οι βασικοί υποψήφιοι θα ήταν Καραμανλής, Σουφλιάς και ΄Εβερτ.

Βρέθηκα στο γραφείο του Έβερτ στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας την ώρα της διεξαγωγής του Συνεδρίου. Πηγαίνοντας να τον συναντήσω, είχα πριν μιλήσει στους διαδρόμους του ΣΕΦ με τη Ντόρα Μπακογιάννη, τον Μιχάλη Λιάπη και τον Αναστάση Παπαληγούρα. Και οι τρεις, υποστηρικτές του Σουφλιά ή του Καραμανλή, αλλά άνθρωποι που συμπαθούσαν σε προσωπικό επίπεδο τον Έβερτ, μου είχαν πει καθόλου χαρούμενοι ότι φαίνεται πως καταρρέει στις κάλπες. Το μετέφερα στον ίδιο τον Έβερτ.

Αυτός κάλεσε τον Νίκο Μπάλιο, ο οποίος με τις διπλοτσεκαρισμένες λίστες του πάλι τον διαβεβαίωσε ότι θα κέρδιζε άνετα. ” Τα λένε αυτά πάνω από τις κάλπες για να δημιουργούν εντυπώσεις” τον καθησύχασε. Και βγήκαν τα αποτελέσματα: Στον πρώτο γύρο πρώτος ο Καραμανλής, δεύτερος ο Σουφλιάς και μόλις τρίτος ο Έβερτ. Στο δεύτερο γύρο μεταξύ Καραμανλή και Σουφλιά άνετα επικράτησε ο Κώστας Καραμανλής και έγινε ο επόμενος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας. Όσο για τον ΄Εβερτ, άνθρωπο καλοπροαίρετο και άδολο, που πολύ συχνά έβλεπα έως το τέλος, έχω την εντύπωση ότι ποτέ δεν συνήλθε από όλη αυτή τη περιπέτεια, το “στήσιμο” και το άγριο παρασκήνιο πίσω από τη πλάτη του. Δεν ξέρω αν θα γινόταν ένας καλός πρωθυπουργός, αλλά σίγουρα του άξιζε πολύ καλύτερη τύχη.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Ο Κώστας Καραμανλής διαδέχθηκε το 1997 τον Μιλτιάδη Έβερτ , έχασε οριακά τις εκλογές το 2000 απέναντι στον Κώστα Σημίτη και τις κέρδισε το 2004 απέναντι στον Γιώργο Παπανδρέου. Ανήκε στο πολιτικό περιβάλλον του Έβερτ, με τον οποίο διατηρούσε και στενή προσωπική σχέση. Εξελέγη εύκολα και εύκολα διέτρεξε τη θητεία του ως αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, καθώς δεν αντιμετώπισε ισχυρή εσωκομματική αντιπολίτευση όπως όλοι, πλήν του θείου του, προκάτοχοί του. ‘Ισως διότι γνώριζε καλά να διαμορφώνει και να διατηρεί ισσορροπίες μεταξύ των στελεχών του και του ιδίου.

Αμέσως μετά την εκλογή του είχε δηλώσει ότι θα πολεμήσει τους “νταβατζήδες”, χωρίς ποτέ να διευκρινίσει και να κατονομάσει ποιοί είναι αυτοί και ότι θα προχωρήσει στην “επανίδρυση του κράτους”. Η πραγματικότης είναι ότι στα πέντε χρόνια που διετέλεσε πρωθυπουργός κανείς δεν είδε πολέμους με “νταβατζήδες” και πολλοί είδαν τη διάλυση του κράτους αντί την επανίδρυσή του.

Ο Κώστας Καραμανλής παρέλαβε το 2004 από τον Κώστα Σημίτη ένα κράτος σε άνοδο με αισιόδοξες προοπτικές. Παρέδωσε το 2009 στον Γιώργο Παπανδρέου ένα κράτος υπερχρεωμένο και ξεχαρβαλωμένο. Σπάταλο, με αλόγιστες αυξήσεις και προσλήψεις στο δημόσιο, με μία οικονομία εκτροχιασμένη, με εκτός οικονομικής λογικής μειώσεις φόρων και αυξήσεις του αφορολόγητου όριου. Καταστάσεις που καλύπτονταν με δανεισμό με υψηλά πλέον επιτόκια, καθώς οι δανειστές έβλεπαν πού οδηγούσαν όλα αυτά. Είναι σαφές πως ο Καραμανλής γνώριζε την οικονομική κατάσταση, καθώς ο διοικητής της Τράπεζα της Ελλάδος Γ. Προβόπουλος τον είχε επανειλλημμένα προειδοποιήσει. Αλλά αδρανούσε. Και περισσότερο τον ενδιέφερε η επικοινωνιακή πολιτική και πώς θα αντιδράσει η κοινή γνώμη στα συμβαίνοντα και πολύ λιγότερο η τρέχουσα πραγματικότητα.

Υπό τη πίεση των καταστάσεων έλαβε στις αρχές του 2009 τα πρώτα περιοριστικά μέτρα: πάγωμα μισθών άνω των 1.700 ευρώ σε Δημόσιο, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, πάγωμα συντάξεων άνω των 1.100 ευρώ και επιβολή έκτακτης εισφοράς σε άτομα με ετήσιο εισόδημα άνω των 60.000 ευρώ.

Τον Μάρτιο προσπάθησε ανεπιτυχώς να εξασφαλίσει τη συναίνεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η διαρκώς επιδεινούμενη οικονομική κρίση. Κάλεσε τους αρχηγούς τους, τους εξέθεσε τη δραματική κατάσταση της οικονομίας, γιά την οποία ασφαλώς μέγιστη ευθύνη έφερε και ο ίδιος, καθώς επί των ημερών του είχε δρομολογηθεί ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας. Τους ζήτησε συναίνεση και στήριξη γιά την αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά συναίνεση και στήριξη δεν δόθηκε από κανέναν. Ο Γ. Παπανδρέου είχε δηλώσει μετά τη συνάντηση με τον Κ. Καραμανλή ότι η χώρα χρειάζεται μία νέα κυβέρνηση, η Α. Παπαρρήγα ότι το ΚΚΕ δεν θα βάλει πλάτη σε μία αντιλαϊκή πολιτική και ο Α. Αλαβάνος ότι ότι η κρίση απαιτεί βαθειές αλλαγές και όχι επιφανειακές συμφωνίες.

Μετά την αποτυχία των συνομιλιών του Καραμανλή με τους πολιτικούς αρχηγούς, είχε πλέον ριφθεί ο κύβος γιά τη διενέργεια πρόωρων εκλογών, καθώς ο τότε πρωθυπουργός εμφανώς δεν ήθελε να χρεωθεί ο ίδιος το κόστος της διαφαινομενης χρεοκοπίας. Είχε εξ άλλου αντιληφθεί ότι ούτως ή άλλως θα έχανε τις εκλογές, όποτε και αν γίνονταν, καθώς ήδη από τις Ευρωεκλογές του Ιουνίου 2009 είχε διαφανεί ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν πλέον καθαρά πρώτο κόμμα.
1330476

Αλλά και ο Γ. Παπανδρέου προχώρησε σε ένα ακόμη βήμα για να διευκολύνει τον Κ. Καραμανλή να απεμπλακεί από τις ευθύνες του ιδίου και των κυβερνήσεων του για τον επί των ημερών τους δημοσιονομικό εκτροχιασμό της χώρας: Κατέστησε επανειλλημμένα σαφές ότι θα προκαλούσε ο ίδιος πρόωρες εκλογές, λίγους μήνες αργότερα, στις αρχές του 2010, αρνούμενος να υπερψηφίσει την επανεκλογή του Κ. Παπούλια ως Προέδρου της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να διαλυθεί η Βουλή και να προκηρυχθούν αμέσως εκλογές. Μετά από αυτές τις εκλογές, δήλωνε ο Γ. Παπανδρέου, θα υπερψήφιζε την επανεκλογή του Κάρολου Παπούλια.

Έτσι προσέφυγε ο Κ. Καραμανλής νωρίτερα σε πρόωρες εκλογές, τον Οκτώβριο του 2009, επειγόμενος να τις χάσει. Είχε μάλιστα προεκλογικά εξαγγείλλει και ένα πρόγραμμα μετεκλογικής περιοριστικής πολιτικής και λιτότητας, ώστε να αποκλείσει τον «κίνδυνο ατυχήματος», δηλαδή εκλογική του νίκη.

Λογικά λοιπόν θα ανέμενε κανείς να έχει προβληματισθεί ο Γ. Παπανδρέου γιά τη κίνηση αυτή του Καραμανλή. Γιατί ένας πρωθυπουργός, κατά κανόνα και σύμφωνα με τον κοινό πολιτικό νού, δεν προκηρύσσει πρόωρες εκλογές αν γνωρίζει μετά βεβαιότητος ότι θα τις χάσει. Ο Γ. Παπανδρέου όμως δεν προβληματίσθηκε, ο Καραμανλής, όπως αναμενόταν και όπως σαφώς επεδίωκε έχασε τις εκλογές, οι δύο βασικοί υπουργοί στους χειρισμούς της οικονομίας, Γιώργος Σουφλιάς και Γιώργος Αλογοσκούφης, ανακοίνωσαν ότι αποχωρούν από την ενεργό πολιτική, ο ίδιος ο Καραμανλής παραιτήθηκε από την ηγεσία της ΝΔ, νέος πρόεδρος εξελέγη ο Αντώνης Σαμαράς και έτσι η καυτή πατάτα πέρασε ολόκληρη στα χέρια του Γιώργου Παπανδρέου, που μεταξύ άλλων είχε προεκλογικά υποστηρίξει ότι «λεφτά υπάρχουν».

Ο Καραμανλής παρέμεινε βουλευτής του κόμματος έως το 2023, οπότε απεσύρθη της ενεργού πολιτικής. Ήταν ένας πολιτικός αξιοπρεπής, ευγενής, ευπρεπής, φιλικός με όλους, ζούσε ο ίδιος σεμνά χωρίς πολυτέλειες, δεν είχε ουδέ καν κοινωνικές σχέσεις με αυτούς που ο ίδιος είχε αποκαλέσει νταβατζήδες, προτιμούσε ένα μικρό ταβερνάκι από μία μεγάλη δεξίωση. Διέθετε εξαιρετικό στρατηγικό μυαλό, ήταν επίσης ένας από τους καλύτερους κοινοβουλευτικούς ρήτορες των τελευταίων ετών. Δυστυχώς όμως ανάμεσα στα πολλά προσόντα του δεν περιλαμβανόταν το σύστημα και η εργατικότητα.

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΑΜΑΡΑΣ

Ο διάδοχος του Κώστα Καραμανλή Αντώνης Σαμαράς αποτελεί ένα πραγματικό πολιτικό φαινόμενο. Εξελέγη βουλευτής σε ηλικία μόλις 26 ετών, υπήρξε πνευματικό και πολιτικό παιδί του Ευάγγελου Αβέρωφ, αναδείχθηκε κεντρικός υπουργός στη κυβέρνηση Μητσοτάκη, ανέτρεψε στη συνέχεια το 1993 τον Μητσοτάκη και τη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ίδρυσε δικό του κόμμα, τη Πολιτική Άνοιξη στα δεξιά της ΝΔ, έρριξε σωσίβιο σωτηρίας στον Ανδρέα Παπανδρέου το 1995 με τη πρωτοβουλία του για την υποψηφιότητα του Κωστή Στεφανόπουλου, αποτρέποντας έτσι τις πρόωρες εκλογες λόγω μή εκλογής Προέδρου Δημοκρατίας, που μαθηματικά κέρδιζε τότε ο Μιλτιάδης ΄Εβερτ, έμεινε εκτός πολιτικής από το 1996, επανήλθε στη Νέα Δημοκρατία το 2004 και έγινε τελικά αρχηγός της το 2009, κερδίζοντας σε ανοιχτή εκλογική διαδικασία τη Ντόρα Μπακογιάννη, με ποσοστό 50,06% έναντι 39,72%.

Υπάρχουν πολλές ακόμη πρωτοτυπίες στη πολιτική πορεία του Αντώνη Σαμαρά. Από το 2010 σήκωσε ψηλά τη σημαία του αντιμνημονιακού αγώνα, επιδόθηκε σε ακραία αντιμνημονιακή ρητορική με αποκορύφωμα τα ουτοπικά προγράμματα στα δύο Ζάππεια περί συνολικής επαναδιαπραγματεύσης με τους δανειστές και υιοθέτηση νέου μείγματος πολιτικής, διέγραψε από τη Νέα Δημοκρατία τη Ντόρα Μπακογιάννη το 2010 επειδή υπερψήφισε το πρώτο μνημόνιο, παρά τη κομματική πειθαρχία που είχε επιβάλλει αλλά το 2012 διέγραψε 21 βουλευτές επειδή είχαν καταψηφίσει το δεύτερο και σκληρότερο μνημόνιο, παρά τη σχετική κομματική πειθαρχία που είχε ο ίδιος πάλι επιβάλλει. Καθόλου περίεργο ότι οι παραζαλισμένοι αυτοί βουλευτές μεταξύ ακραία αντιμνημονιακών και ακραία φιλομνημονιακών πολιτικών αποτέλεσαν στη συνέχεια τον πρώτο πυρήνα των Ανεξάρτητων Ελλήνων, με αρχηγό τον Πάνο Καμμένο. Έχουν λεχθεί πολλά για τις κωλοτούμπες του Τσίπρα αλλά οι κωλοτούμπες του Σαμαρά είναι ίσως περισσότερες.

Το γεγονός πάντως είναι πως ο Σαμαράς αποδείχθηκε ένας ικανότατος και εξαιρετικά υπεύθυνος διαχειριστής της κρίσης όταν έφτασε στα χέρια του η καυτή πατάτα. Στήριξε αρχικά τη κυβέρνηση Παπαδήμου και κατόπιν συγκυβερνώντας ως πρωθυπουργός με το ΠΑΣΟΚ του Εύαγγελου Βενιζέλου και τη ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη απέτρεψε τη πλήρη κατάρρευση της χώρας, λαμβάνοντας σκληρά και αντιδημοφιλή μέτρα, αγνοώντας το πολιτικό κόστος τους.

Ο ίδιος πολιτικός δηλαδή που πρότεινε αρχικά μία καταστροφική πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης, έγινε ο πολιτικός ο οποίος, μαζί με τον Ευάγγελο Βενιζέλο έθεσε τις βάσεις για να βγει η χώρα από τη κρίση. Και αν δεν είχε αφεθεί αβοήθητος στη τελική φάση από την Μέρκελ και τον Σόϊμπλε, καθώς αυτοί προέβλεπαν την εκλογική νίκη του Τσίπρα και προτιμούσαν να διαπραγματευθούν αργότερα μαζί του, τα αποτελέσματα της κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου θα ήταν ακόμη καλύτερα και η έξοδος από τη κρίση θα είχε ίσως πραγματοποιηθεί πολύ συντομότερα.

Ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος παρέλαβαν ύφεση 8% και σε δυόμιση μόλις χρόνια παρέδωσαν ανάπτυξη 0,7% και τούτο κάτω από πολύ δυσκολες κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες.

Πρόσφατα έχει δηλώσει ο Αντώνης Σαμαράς ότι ” με τον Ευάγγελο Βενιζέλο δεν υπήρχε μέρα που να τελειώνουμε πριν τα μεσάνυχτα”. Και δίκιο είχε όταν είπε ότι “παραλάβαμε χάος και παραδώσαμε χώρα”.

Μετά την εκλογική ήττα της Νέας Δημοκρατίας το 2015, ο Σαμαράς παρέμεινε πρόεδρος του κόμματος έως το ανεκδιήγητο δημοψήφισμα του Ιουλίου εκείνης της χρονιάς. Μετά την επικράτηση της πρόταση Τσίπρα, ο Αντώνης Σαμαράς παραιτήθηκε από πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και παραμένει έως σήμερα βουλευτής.

Ως προσωρινός πρόεδρος τον διαδέχθηκε ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης και κατόπιν, με ανοιχτή ψηφοφορία, πρόεδρος αναδείχτηκε από το 2016 ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος είναι και πρωθυπουργός από το 2019 έως σήμερα. Όπως αναμενόταν ο Μητσοτάκης ο νεώτερος ακολουθεί οικονομικά φιλελεύθερη πολιτική όπως και ο πατέρας του αλλά πολύ πιό προσεκτικά και μεθοδικά. Ταυτόχρονα είναι σαφή τα ανοίγματά του προς τον κεντρώο χώρο σε κοινωνικό και πολιτικό επιπεδο. Βέβαια συνολική αποτίμηση του έργου του δεν μπορεί να γίνει πριν κλείσει ο κύκλος του ως προέδρου της ΝΔ και πρωθυπουργού, που άρχισε το 2016.

Πηγή: protothema.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

9 Νοεμβρίου 2024