,

Στις 22 και 23 Αυγούστου η Ευρυτανία δοξάζει την Παναγία στον Προυσσό

Στὸ κέντρο καταπράσινων καὶ πανύψηλων βουνῶν, στὰ νότια του νομοῦ Εὐρυτανίας καὶ μόλις 36 χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Καρπενήσι, βρίσκεται ἐδῶ καὶ χίλια περίπου χρόνια τὸ ἱστορικὸ καὶ σὲ ὅλους μας ἀκουστὸ μοναστήρι τῆς Κυρᾶς τῆς Ρούμελης, τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας περιτριγυρισμένο ἀπὸ ἀπότομους καὶ ἄγριους βράχους ποὺ προκαλοῦν δέος ποὺ καὶ μόνο τοὺς ἀτενίζεις. Τὸ […]

18 Αυγούστου 2017

του/της Ανδρέας Κούκουρας

Στὸ κέντρο καταπράσινων καὶ πανύψηλων βουνῶν, στὰ νότια του νομοῦ Εὐρυτανίας καὶ μόλις 36 χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Καρπενήσι, βρίσκεται ἐδῶ καὶ χίλια περίπου χρόνια τὸ ἱστορικὸ καὶ σὲ ὅλους μας ἀκουστὸ μοναστήρι τῆς Κυρᾶς τῆς Ρούμελης, τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας περιτριγυρισμένο ἀπὸ ἀπότομους καὶ ἄγριους βράχους ποὺ προκαλοῦν δέος ποὺ καὶ μόνο τοὺς ἀτενίζεις.

Τὸ μοναστήρι εἶναι ἱστορικό, ἁγιασμένο ποὺ ἡ φήμη τοῦ ξεπέρασε τὰ στενὰ ὅρια τῆς Ρούμελης, τῆς Θεσσαλίας ἀλλὰ καὶ τῆς χώρας. Κατὰ χιλιάδες προστρέχουν οἱ πιστοὶ στὴν χάρη της, ἄλλοι νὰ τὴν ἐπικαλεστοῦν καὶ ἄλλοι θερμὰ νὰ τὴν εὐχαριστήσουν. Ὄχι μόνο τὸν Αὔγουστο ὅπου καὶ ἑορτάζει τὸ μοναστήρι ( στὶς 23 Αὐγούστου ἡμέρα ἀποδόσεως τῆς Κοίμησης τῆς Θεοτόκου καὶ συνάμα ἡμέρα εὑρέσεως τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνας ) ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ χρόνο, ἄνθρωποι γονατιστοί, ἄλλοι μὲ λαμπάδες καὶ τάματα, μάνες μὲ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά, ἡλικιωμένοι ποὺ μὲ δυσκολία περπατοῦν, νέοι ποὺ ζητοῦν τὴν παρηγοριὰ ,γονεῖς μὲ τὰ παιδιά τους… Ὅλοι προσμένουν καρτερικὰ στὴν σειρά, γιὰ νὰ φτάσουν στὸ μικρὸ καὶ σκοτεινὸ ναό, καθολικό της Ἱερᾶς Μονῆς, γιὰ νὰ φτάσουν στὴ Χάρη Της, νὰ ἀκουμπήσουν τὰ γεμάτα πίστη χείλη τους στὴν σεβάσμια εἰκόνα τῆς Παναγίας, νὰ λάβουν τὶς δωρεές Της καὶ τὶς εὐλογίες Της. Ὅλους μας περιμένει ἡ Παναγία, ὅλους ἀνεξαρτήτως οἰκονομικῆς κατάστασης, ἀνεξαρτήτως φύλου, γένους φυλῆς. Μία εἶναι ἡ μεγάλη μας μάνα, ἡ μάνα ποὺ στοργικὰ περιμένει τὰ παιδιά Της νὰ ἔλθουν κοντά Της καὶ νὰ ζητήσουν τὶς μεσιτεῖες Της.

Στὰ νοτιοδυτικά της Εὐρυτανίας, στὶς ἀπολήξεις τῶν βουνῶν Καλιακούδα καὶ Χελιδώνα βρίσκεται ἀπὸ τὸν 9ο αἰώνα ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας, στὶς νότιες κορυφογραμμὲς τῆς Πίνδου, διάλεξε ἡ Κυρὰ τῆς Ρούμελης νὰ χτίσει τὸ σπίτι της, μακριὰ ἀπὸ πόλεις καὶ θορύβους ἀλλὰ κοντὰ σὲ φτωχούς, ἄσημους βοσκοὺς καὶ σὲ ἄγριους τόπους . Κοιτώντας ἀπὸ ψηλὰ τὸ μοναστήρι θαρρεῖς ποὺ εἶσαι σὲ οὐράνια κλίμακα, αἰσθάνεσαι τὴν μηδαμινότητα τοῦ ἀνθρώπου ἀλλὰ παράλληλα αἰσθάνεσαι καὶ τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ Δημιουργοῦ ποὺ « τὰ πάντα ἐν σοφία ἐποίησε ». Βλέπεις ὁλόκληρή της Ἱερὰ Μονὴ ἀπὸ ψηλὰ καὶ αἰσθάνεσαι τὸ νοερὸ χέρι τῆς Παναγίας νὰ σὲ κρατεῖ, βλέπεις τὸ καμπαναριὸ μὲ τὶς μελωδικότατες καμπάνες, βλέπεις τὰ σήμαντρα, τὸ τάλαντο, τὰ κελιὰ τῶν φιλόξενων μοναχῶν, τὸ Συνοδικὸ ( χῶρος γιὰ ὑψηλὰ προσκεκλημένα ἄτομα κατὰ τὴν πανήγυρη τῆς Μονῆς), τὸ βαπτιστήριο μὲ τὸν ἱερὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Πάντων, τὸ κοιμητήριο τῶν πατέρων τῆς Μονῆς, τοὺς τριώροφους ξενῶνες γιὰ τοὺς προσκυνητὲς καὶ τὸ καθολικὸ ὅπου τελοῦνται οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες καθημερινὰ πρὸς δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ μας Θεοῦ καὶ τῆς οἰκοδέσποινας τῆς Μονῆς, τῆς Παναγίας Προυσιώτισσας.

Ἀπὸ ποὺ ὅμως ἦρθε καὶ μὲ ποιὸ τρόπο ἡ εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς

Τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ὁ εἰκονομάχος Θεόφιλος στὴν Κωνσταντινούπολη, ἄρχισε μεγάλο διωγμὸ κατὰ τῶν Ἁγίων εἰκόνων καὶ ἔστειλε βασιλικὲς διαταγὲς σὲ κάθε πόλη καὶ χώρα, διατάζοντας τοὺς ὀρθόδοξους καὶ ἀπειλώντας τους μὲ βασανιστήρια καὶ ἐξορίες γιὰ νὰ κατεβάσουν τὶς Ἁγίες εἰκόνες καὶ νὰ τὶς κάψουν ἢ νὰ τὶς καταστρέψουν. Ὅσοι πείθονταν σὲ αὐτὴ τὴ βασιλικὴ διαταγὴ ἔπαιρναν ἀξιώματα καὶ τιμὲς ὅσοι ὅμως ἀρνοῦνταν νὰ καταστρέψουν τὶς Ἁγίες εἰκόνες τότε τοὺς ἐκτελοῦσε εἴτε μὲ ἀπάνθρωπα βασανιστήρια εἴτε τοὺς ἐξόριζε.

Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ τὸ 829 μ.Χ ἡ σεβάσμια εἰκόνα τῆς Παναγίας βρισκόταν σὲ μία πόλη τῆς Τουρκίας, στὴν Προῦσα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὅπως τιμοῦσαν τὴν Ἁγιὰ Σοφιὰ στὴν Κωνσταντινούπολη, ἔτσι ἀκριβῶς οἱ πιστοὶ τιμοῦσαν τὸν ναὸ ποὺ βρισκόταν ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἀφοῦ ἔπεσε βασιλικὴ διαταγὴ νὰ καταστραφοῦν ὅλες οἱ ἱερὲς εἰκόνες ἕνα ἀρχοντόπουλο, γιὸς ἑνὸς ἄρχοντα τῆς βασιλικῆς αὐλῆς, κινούμενος ἀπὸ θεῖο ζῆλο καὶ βλέποντας τὰ θαύματα ποὺ καθημερινὰ ἔκανε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας δὲν θέλησε νὰ ὑπακούσει στὴν διαταγὴ αὐτὴ καὶ νὰ καταστρέψει τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα . Αὐτὸς λοιπὸν ὁ εὐσεβὴς νέος πῆρε τὴν εἰκόνα αὐτὴ καὶ κατέφυγε στὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας ὅπου θὰ μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τοὺς μανιώδους αἱρετικούς.

Ἐνῶ ὁ νέος αὐτὸς εἶχε κατέβει μὲ τὴν ἱερὴ εἰκόνα ὡς τὴν Καλλίπολη τῆς Θράκης ἄγνωστο πῶς ἡ εἰκόνα χάθηκε. Ποιὸς μπορεῖ νὰ περιγράψει τὰ δάκρυα καὶ τὴν πίκρα τοῦ ἀρχοντόπουλου, χτυπιόταν καὶ ὀδυρόταν καὶ ἀναστενάζοντας συνεχῶς ἔκλεγε πιστεύοντας ὅτι ἡ εἰκόνα ἐξαφανίστηκε λόγω τῆς ἁμαρτωλότητάς του. Ἀφοῦ ἔμεινε ἀρκετὲς μέρες κλαίγοντας εἶπε στὸν ἑαυτό του: « Παρόλο ποὺ ἡ Κυρία μου Θεοτόκος θέλησε νὰ φυλάξει μόνη Της τὴν ἁγία Εἰκόνα, ἐγὼ δὲν γυρίσω πίσω στὴν πατρίδα μου γιατί δὲν μπορῶ νὰ βλέπω νὰ καταστρέφουν τὶς Ἁγίες εἰκόνες καὶ νὰ καταπατοῦν τὰ Ἅγια σύμβολα τῆς Ἐκκλησίας μου ». Μὲ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς ἦρθε καὶ κατοίκησε στὴν Ὑπάτη κοντὰ στὴ σημερινὴ Λαμία καὶ ἔκτισε ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι γιὰ νὰ παρηγορηθεῖ γιὰ τὴν ξενιτιά του.

Ἕνα παιδὶ ἀπὸ τοὺς βοσκούς, φύλαγε τὰ γίδια τοῦ πατέρα του καὶ μία νύχτα ἐκεῖ ποὺ κοιμόταν ἐκεῖ περίπου ποὺ εἶναι τὸ σημερινὸ κοιμητήριο τῆς Μονῆς, δίπλα ἀπὸ τὸ κρυφὸ σχολειό, ἀκούει ξαφνικὰ πίσω του γλυκοὺς καὶ ἁπαλοὺς ὕμνους. Ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ ξύπνησε καὶ ἐνῶ σκεφτόταν νὰ βρεῖ ἀπὸ ποῦ ἔρχονται οἱ ὕμνοι αὐτοὶ βλέπει ξαφνικὰ ἕνα πύρινο στύλο, μία φωτεινὴ δέσμη ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ μία σπηλιὰ καὶ ἔφτανε ὡς τὸν οὐρανό. Στὴν ἀρχὴ σκέφτηκε ὅτι ἦταν οὐράνιο τόξο, ἔπειτα πάλι μονολογοῦσε ὅτι τὸ οὐράνιο τόξο ἀφενὸς βγαίνει τὴν ἡμέρα, ἀφετέρου εἶναι καμπυλωτὸ σὲ σχῆμα, ἐνῶ ἡ φωτεινὴ αὐτὴ στήλη ἦταν κατακόρυφη ὡς τὸν οὐρανό. Φεύγει λοιπὸν κατατρομαγμένο στὸν πατέρα του καὶ τοῦ ἀναφέρει τὸ παράδοξο αὐτὸ γεγονός. Ὁ πατέρας τοῦ ἀρχικὰ δὲν τὸ πίστεψε, ἀλλὰ πὰρ ὅλες τὶς ἐπιμονὲς τοῦ παιδιοῦ του, τὴν ἄλλη νύχτα πηγαίνουν μαζὶ καὶ ὢ τοῦ θαύματος!!! Οἱ γλυκειὲς μελωδίες συνεχιζόταν καὶ ὁ πυρσὸς ξεκινοῦσε πάλι ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ ἔφτανε σὸν οὐρανό. Τὴν ἄλλη μέρα τὸ παιδὶ μαζὶ μὲ τὸν πατέρα καὶ μερικοὺς ἄλλους βοσκοὺς ἐξερευνοῦν τὸ σπήλαιο καὶ βλέπουν τὴν Ἁγία εἰκόνα νὰ φεγγοβολᾶ καὶ νὰ ἀστράφτει. Ἀφοῦ τὴν προσκύνησαν καὶ χάρηκαν ποὺ βρῆκαν ἕνα τέτοιο θησαυρό, ἄνοιξαν μονοπάτι πρὸς τὸ σπήλαιο γιὰ νὰ ἀνάβουν καθημερινὰ ἕνα καντηλάκι μπροστὰ στὴν Χάρη Της. Μὲ ποιὸ ὅμως τρόπο ἦρθε μόνο ὁ Θεὸς ξέρει.

Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες τὸ γεγονὸς αὐτὸ μαθεύτηκε στὶς γύρω πόλεις καὶ περιοχὲς καὶ ἔφτασε στὰ αὐτιὰ τοῦ ἀρχοντόπουλου ποὺ τὴν μετέφερε ἀπὸ τὴν Προῦσα. Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ πῆρε μαζί του τοὺς δούλους του καὶ ἔτρεξε σὲ ἐκεῖνα τὰ μέρη ἀναζητώντας αὐτὸ ποὺ ἐπιζητοῦσε. Μετὰ ἀπὸ δύο μέρες ἔφτασε καὶ μόλις τὴν ἀντίκρισε, τὴν ἀναγνώρισε ἀμέσως καὶ ἔπεσε κάτω προσκυνώντας Τὴν. Ποτάμι τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ μάτια του, δάκρυα χαρᾶς γιὰ τὴν εὕρεση τοῦ θησαυροῦ του. Ἔπειτα ἀφοῦ φιλοδώρησε τοὺς χωρικοὺς ποὺ τὴν βρῆκαν πῆρε τὴν εἰκόνα γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ὑπάτη λέγοντάς τους : « Ἀδελφοί μου μὴ διαμαρτύρεστε ἐναντίον μου διότι ἀφενὸς ἡ εἰκόνα εἶναι δίκη μου καὶ ἔπειτα ὁ τόπος αὐτὸς δὲν εἶναι κατάλληλος οὔτε γιὰ χτίσιμο ἐκκλησίας οὔτε γιὰ συνάξεις προσκυνητῶν ».

Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἄφησε λυπημένους τοὺς βοσκοὺς καὶ αὐτὸς πῆρε τὴν Ἁγία εἰκόνα καὶ ἀναχώρησε. Καθὼς ἔφτασαν σὲ κάποιο ὕψωμα τοῦ δρόμου κουράστηκαν καὶ ἔβαλαν τὴν εἰκόνα σὲ ἕνα ἐρειπωμένο ἐκκλησάκι γιὰ νὰ ξαποστάσουν. Ἐνῶ ἀποκοιμήθηκαν, ὅταν ξύπνησαν δὲ βρῆκαν τὴν εἰκόνα καὶ ὁ ἄρχοντας σκέφτηκε ὅτι τοὺς παρακολουθοῦσαν οἱ βοσκοὶ καὶ ἦρθαν κρυφὰ καὶ τὴν ἔκλεψαν. Καθὼς ἐπέστρεφαν πίσω, τὸ ἀρχοντόπουλο ἄκουσε μία γυναικεία φωνὴ λέγοντάς του : « Ὢ νέε σώσου καὶ πήγαινε στὸ καλό, διότι ἐγὼ ἀναπαύομαι καλύτερα σὲ αὐτοὺς τοὺς ἄγριους καὶ ὀρεινοὺς τόπους μὲ ἁπλοϊκοὺς βοσκοὺς παρὰ σὲ μεγαλουπόλεις μὲ πλούσιους ἄρχοντες. Ἂν θέλεις νὰ μείνεις μαζί μου ἔλα καὶ θὰ ναὶ καὶ γιὰ καλό σου » καὶ ξαφνικὰ πάνω στὸ βουνὸ δημιουργήθηκε τὸ τύπωμα τῆς Παναγίας μία τρύπα στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ σὲ μέγεθος ἴση μὲ τὴν εἰκόνα καὶ κατὰ ὕψος τοῦ βουνοῦ ἐμφανίστηκαν ἀποτυπώματα ἀνθρωπίνου πέλματος. Περπάτησε δηλαδὴ ἡ Παναγία πρὸς τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ διαπερνόντας τὸ γιὰ νὰ φτάσει καὶ πάλι στὴν θέση ὅπου αὐτὴ διάλεξε νὰ γίνει τὸ μόνιμο κατοικητήριό της ἐδῶ καὶ χίλια περίπου ἔτη.

Αὐτὰ τὰ ἄκουσε τὸ ἀρχοντόπουλο μὲ προσοχὴ καὶ ἐλευθέρωσε τοὺς δούλους του καὶ γύρισε πάλι στὸ σημεῖο εὑρέσεως τῆς εἰκόνας καὶ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ἀφοσιώθηκε στὴν ὑπηρεσία τῆς Παναγίας. Ἔτσι λοιπὸν ἔχουμε τοὺς πρώτους μοναχοὺς ποὺ ἐγκαταστάθηκαν στὸν ἱερὸ αὐτὸ τόπο, ποὺ διάλεξε ἡ Κυρὰ τῆς Ρούμελης νὰ χτίσει τὸ αἰώνιο σπίτι της, τὸ ἀρχοντόπουλο ποὺ πῆρε τὸ μοναχικὸ ὄνομα Διονύσιος καὶ ὁ δοῦλος του ποὺ πῆρε τὸ ὄνομα Τιμόθεος. Ἑκατοντάδες ὑπῆρξαν συνολικὰ οἱ μοναχοὶ ποὺ διάβηκαν στὸ ψηφιδωτό του χρόνου τὸ κατώφλι ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ Μονὴ τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας, ἁγιάστηκαν καὶ ἁγίασαν.

Συνοπτικὴ παρουσίαση τοῦ παρεκκλησίου ποὺ βρίσκεται ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας.

Ὅπως προείπαμε καὶ πιὸ πρὶν ἀριστερά του τέμπλου τοῦ κυρίου ναοῦ καὶ σὲ ἀνεξάρτητο μέρος βρίσκεται τὸ παρεκκλήσιο τῶν Ἁγίων Πάντων ὅπου καὶ βρίσκεται ἐδῶ καὶ πολλοὺς αἰῶνες ἡ Ἱερὰ καὶ σεβάσμια εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας. Δὲν ἔχει διασωθεῖ καμία μαρτυρία, ἡ ὁποία νὰ βεβαιώνει τὸ χρόνο ἵδρυσης τοῦ πρώτου σπηλαίου-ναοῦ τῆς Παναγίας. Τὸ μικρὸ σπήλαιο, ἔτσι ὅπως διαμορφώθηκε σὲ ναΐσκο (4μ μήκους καὶ 2,8 μ πλάτους) ἔχει τὸ ἰδιαίτερο προνόμιο νὰ ἀποτελεῖ τὴν μόνιμη κατοικία τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνα τῆς Παναγίας καὶ ὁριοθετεῖ τὸν ἀντικειμενικὸ σκοπὸ τοῦ προσκυνήματος. Τὸ περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο, ὅπου σὲ εἰδικὸ προσκυνητάρι βρίσκεται καὶ τιμᾶται ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας, χωρίζει τὸν μονοχῶρο ναΐσκο σὲ κυρίως ναὸ καὶ ἱερό. Τὸ ἱερὸ μέσα στὸ βράχο ἴσα ἴσα ποὺ χωράει δύο μὲ τρεῖς τὸ πολὺ κληρικοὺς κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία ποὺ γίνεται στὸ παρεκκλήσι αὐτό, μόνο κατὰ τὴν ἡμέρα πανηγύρεως τῆς Μονῆς στὶς 22-23 Αὐγούστου, ἡμέρα εὑρέσεως τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνας. Ὁ κυρίως ναὸς τοῦ μικροῦ παρεκκλησίου μόλις μπορεῖ νὰ χωρέσει δέκα πιστοὺς οἱ ὁποῖοι κὰθ ὅλο τὸ χρόνο μπαίνουν ἀπὸ τὴν δυτικὴ εἴσοδο ἀπὸ τὴν βορειοανατολικὴ μεριὰ τοῦ καθολικοῦ, ἀσπάζονται τὴν ἱερὰ εἰκόνα, προσεύχονται στὴν Χάρη Της καὶ βγαίνουν ἀπὸ τὴν μεσημβρινὴ μικρὴ πόρτα πάλι στὸ καθολικό του κυρίως ναοῦ.

Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας

Στὸ μικρὸ αὐτὸ σπήλαιο, στὴν βόρεια πλευρὰ τοῦ καθολικοῦ, διαμορφωμένο κατάλληλα σὲ παρεκκλήσιο, κατέχει τὸ μεγάλο θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας.

Στο κέντρο του επιχρυσωμένου ξυλόγλυπτου τέμπλου και σε ανάλογο περίτεχνο και όμορφο προσκυνητάρι κατοικεί για χίλια και πλέον χρόνια η Παναγία η Προυσιώτισσα. Η εικόνα είναι μεγέθους 0,88 x 0,60 και πέρα από τα θαυμάσια θαύματα που κάνει, χαρίζει στους πιστούς της πνευματική ευφροσύνη και αγαλλίαση, χαριτώνει την ψυχή του ανθρώπου. Η Παναγία εικονίζεται ως τη μέση και με το δεξί της χέρι δείχνει το Χριστό, ενώ με το αριστερό τον κρατάει στοργικά στην αγκαλιά της. Ο Χριστός είναι στραμμένος προς το πρόσωπό Της και με το δεξί Του χέρι Την ευλογεί.

Πρόκειται γιὰ τὸν εἰκονογραφικὸ τύπο τῆς Ὁδηγήτριας. Τὴν εἰκόνα τὴν καλύπτει ἀργυροχρυσὴ ἐπένδυση τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη καὶ μόνο τὰ ζωγραφισμένα πρόσωπα τῶν εἰκονιζόμενων εἶναι φανερά.. Τὰ μεγάλα ἀμυγδαλωτὰ μάτια τῆς Παναγίας , τὰ γραμμένα φρύδια, ἡ μακριὰ ἴσια καλλιγραφημένη μύτη , τὸ μικρὸ κερασένιο στόμα, οἱ μεγάλες ἐπιφάνειες τῶν φώτων στὸ πρόσωπο φέρουν μπροστὰ μας μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες καὶ ἐκφραστικότερες ,μορφὲς τῆς μεταβυζαντινῆς περιόδου. Ἡ παράδοση, σύμφωνα μὲ τὸν ἀριθμὸ 3 κώδικα τῆς Μονῆς θέλει τὴν εἰκόνα ἔργο τοῦ Εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ. Ἡ ἀργυροχρυσὴ ἐπένδυση-τὸ πουκάμισο τῆς Παναγίας ὀφείλεται σὲ ἐκπλήρωση τάματος τοῦ γενναιότατου στρατηγοῦ Καραϊσκάκη ὁ ὁποῖος ὅταν συχνὰ ἀρρώσταινε ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς θέρμης, πολλάκις φιλοξενοῦνταν στὴν Μονὴ Προυσοὺ καὶ νοσηλευόταν ἐκεῖ. Ἔταξε στὴν Παναγία νὰ τοῦ χαρίσει τὴν γιατρειὰ γιὰ νὰ συνεχίσει τοὺς ἔνδοξους ἀγῶνες του γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ γένους, καὶ θὰ τὴν ἕντυνε μὲ ἀργυροχρυσὸ πουκάμισο. Πράγματι μετὰ τὴν θεραπεία, εὐγνωμονώντας Τὴν, ἐκπλήρωσε τὸ τάμα τοῦ στολίζοντας τὴν μὲ τὴν θαυμάσια τεχνουργημένη ἐπένδυση ,ἔργο τοῦ χρυσοχόου καλλιτέχνη Γεωργίου Καρανίκα τὸ 1824, ὅπως μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ ἀνάγλυφη ἐπιγραφὴ πάνω ἀπὸ τὸν δεξιὸ ὦμο τῆς Παναγίας : « Ἡ Παντάνασσα. Δὶ ἐξόδων τοῦ γενναιοτάτου στρατηγοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη, χειρὶ Γεωργίου Καρανίκα, 1824 ».

Ὢ Δέσποινα Προυσιώτισσα, βασίλισσα οὐρανοῦ καὶ γής, τιμιωτέρα τῶν χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα τῶν Σεραφεὶμ καὶ πασῶν τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων ! Θρόνε τοῦ Θεοῦ καθαρότατε, Πανάσπιλη καὶ Πανάχραντη Κόρη, Ἀειπάρθενη καὶ Πανακήρατη, ἡ κατάφυση μητέρα τοῦ Κυρίου Ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῶν ὅλων Θεοῦ, καὶ κατὰ χάρη μητέρα ὅλων τῶν χριστιανῶν, ποὺ ἀνάξια ἔχουμε τὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ σου. Ρίξε τὸ βλέμμα σου καὶ σὲ μᾶς τὰ μικρὰ καὶ τιποτένια παιδιά σου, μὴν ξεχνᾶς τὴ συγγενικὴ οἰκειότητα, μὴ παραβλέψεις ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, ποὺ μὲ τὰ πονηρὰ ἔργα μᾶς καταπροσβάλλαμε τὸ Ἅγιο ὄνομά Σου. Μὴν μᾶς ἐγκαταλείψεις ἐμᾶς ποὺ μόνο τὸ ὄνομά σου ἔχουμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, ἐνῶ τὰ ἔργα μᾶς εἶναι παρόμοια μὲ ἐκεῖνα τῶν εἰδωλολατρῶν. Σκέπασέ μας μὲ τὴ σκέπη τῆς ἀκαταμάχητης καὶ ἀνίκητης βοηθείας Σου. Ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μᾶς δεόμεθα στὴ μεγαλοσύνη σου νὰ παραβλέψεις τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ὡς φιλόστοργη Μητέρα νὰ μᾶς δυναμώνεις κατὰ τῶν ὁρατῶν ἀλλὰ καὶ τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν μας. Κατὰ τῶν ὁρατῶν ἐχθρῶν γιὰ νὰ ὑποφέρουμε τὶς θλίψεις, τὶς τυραννίες καὶ τὶς στεναχώριες ποὺ δοκιμάζουμε τὰ τελευταία χρόνια ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἀλλὰ καὶ κατὰ τῶν ἀοράτων γιὰ νὰ μὴν ἔχουν δύναμη πάνω μας οἱ δαίμονες ποὺ πάντα μᾶς πολεμοῦν ἄσπονδοι καὶ νοεροὶ πολέμιοί μας. Σύντριψε τὶς παγίδες καὶ τὶς ἐνέδρες ποὺ μᾶς στήνουν, ἀπάλλαξέ μας ἀπὸ τὴν πικρὴ αἰχμαλωσία στὴν ὁποία μᾶς δούλωσαν. Ναί, Κυρία λύτρωσε τοὺς ταπεινούς Σου δούλους ἀπὸ τὴν δυναστεία τους καὶ στὸν παρόντα βίο ἀλλὰ καὶ στὸν καιρὸ τῆς κρίσεως. Ἀνάλαβέ μας σὲ παρακαλοῦμε καὶ βοήθησέ μας ἐνισχύοντάς μας νὰ βαδίζουμε στὸ ἑξῆς ὅπως ταιριάζει σὲ χριστιανοὺς καὶ νὰ φυλάγουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ μονογενοῦς Σου Υἱοῦ, ἔχοντας μεταξὺ μας ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, πίστη, πραότητα, σωφροσύνη, ἐγκράτεια καὶ ὅλους τους καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος . Τέλος δὲ ,ἀξίωσε ὅλους μας τῆς ἀνέσπερης καὶ ἀνεκλάλητης χαρᾶς τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Περιγραφὴ τῆς διαδρομῆς γιὰ τὴ Μονή.

Φεύγοντας ἀπὸ τὸ Καρπενήσι καὶ ἀκολουθώντας τῶν φιδίσιο ἀσφαλτόδρομο τῆς Ποταμιᾶς καὶ ακολουθώντας μια διαδρομή που ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου τα αναφέρει ως Ευρυτανικά Τέμπη φτάνουμε στις αυλές της Παναγίας. Ο δρόμος προς τον Προυσσό κρύβει εναλλαγὲς τοῦ τοπίου. Ἀρχικὰ ὁ τόπος εἶναι καταπράσινος γεμάτος ἀπὸ ἔλατα ὅπου χαίρεσαι νὰ τὸ ἀπολαμβάνεις ἐνῶ λίγα χιλιόμετρα πιὸ κάτω ἡ φύση ἀγριεύει. Τὰ βουνὰ σμίγουν ἑρμητικὰ τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο καὶ συνάμα ἡ ἀνθρώπινη ἐπέμβαση τὰ κάνει νὰ ἀνοίγουν γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ Μεγάλο καὶ Μικρὸ χωριό. Εἰκοσιπέντε χιλιόμετρα μετὰ τὸ Καρπενήσι φτάνουμε στὸν χῶρο ὅπου μποροῦμε νὰ θαυμάσουμε τὸ τύπωμα καὶ τὰ πατήματα τῆς Προυσιώτισσας. Ἡ εὐλάβεια, ἡ πίστη καὶ ὁ πόνος τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁδήγησαν στὸ νὰ χτιστεῖ ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι κάτω ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ βράχο μὲ τὰ πατήματα τῆς Παναγίας. Ἀνεβαίνοντας τὴν σιδερένια σκάλα μποροῦμε νὰ δοῦμε ὁλοκάθαρα τὰ ἀποτυπώματα ποὺ ἄφησε ἡ Παναγία στὸ διάβα της γιὰ νὰ φτάσει στὸ σημερινὸ σημεῖο ποὺ διάλεξε γιὰ νὰ γίνει τὸ σπίτι της. Τὸ σπίτι τοῦ ὁποίου οἱ πόρτες εἶναι πάντα ἀνοιχτές. Πάντα μᾶς καρτερεῖ ἡ Θεοτόκος. Μᾶς περιμένει ὅλους μας νὰ ἀκουμπήσουμε πάνω της τοὺς πόνους, τὰ βάσανα, τὶς πίκρες καὶ τὰ προβλήματά μας. Συνεχίζοντας τὸ ταξίδι μας πρὸς τὴν Ἱερὰ Μονὴ φτάνουμε στὴν περιοχὴ τριπόταμο ὅπου ὁ ποταμὸς Καρπενησιώτης ἑνώνεται μὲ τὸν Κρικελοπόταμο γιὰ νὰ σχηματίσουν τὸν Τρικεριώτη καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του νὰ φτάσει στὴν τεχνιτὴ λίμνη τῶν Κρεμαστῶν. Ἀφοῦ περάσουμε τὴν παλιὰ καὶ τὴ νέα γέφυρα πάνω ἀπὸ τὸ σημεῖο τῆς ἕνωσης τῶν τριῶν ποταμῶν συναντᾶμε ξεκινάει ὁ ἀνηφορικὸς πλέον δρόμος γιὰ νὰ ἀγναντέψουμε ἀπὸ μακριὰ τὸ ρολόι, ἕνα παλιὸ καμπαναριὸ ὅπου μας ὑποδείχνει ὅτι ὁ τόπος εἶναι ἁγιασμένος χάρη στὴν Παναγία. Ἔμψυχα καὶ ἄψυχα ἀντικείμενα μᾶς ὑποδείχνουν τὴν παρουσία τῆς Παναγιᾶς μας καὶ μᾶς δηλώνουν ὅτι φτάνουμε στὸ σπίτι τῆς Ὑψηλοτέρας ὅλων τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Ἀγγέλων -ὅλης της στρατευόμενης καὶ θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας.

Το σημερινό ρολόι τα παλιότερα χρόνια χρησίμευε ως κωδωνοστάσιο – σημείο ἀναφορᾶς ὥστε οἱ χωρικοί και οι βοσκοί να αφήσουν τις βιοτικές εργασίες και μέριμνες και να μαζευτούν όλο, σαν ένα σώμα προς δόξαν του Τριαδικού μας Θεού και της οικοδέσποινας της Μονής της Παναγίας μας. Ακολουθώντας μία πορεία συνεχών στροφών στο χείλος τού γκρεμού το μάτι μας βλέπει να κρέμεται το Μοναστήρι έτοιμο να κατρακυλήσει προς τον απότομο γκρεμό. Είναι η πίσω μεριά τς Μονής, το τριώροφο οικοδόμημα το οποίο σήμερα χρησιμεύει ως την κατοικία των μοναχών, την τράπεζα, τα μαγειρεία, τα γραφεία, το ηγουμενείο και τα κελιά στον τρίτο όροφο. Η σημαία του δικεφάλου αετού, σημείο κατατεθέν της Βυζαντινής μεγαλοπρέπειας, μας υποδηλώνει ότι η Μονή είναι Σταυροπηγιακή, ότι ανήκει δηλαδή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο εκκλησιαστικά. Το καλογερικό, όπως ονομάζεται το τριώροφο αυτό οικοδόμημα, βρίσκεται στα ανατολικά του καθολικού. Άρχιζε να κτίζεται το 1921, στο πλάτωμα πάνω από φοβερό γκρεμό βάθους τουλάχιστον τριακοσίων μέτρων. Έχει μήκος 21μ. καὶ 9μ. πλάτος. Κατά τη γερμανική κατοχή, το οικοδόμημα αυτό πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς καὶ ανοικοδομήθηκε από τον ηγούμενο Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου. Χρησιμοποιείτε επίσης και σαν χώρος υποδοχής επιφανών προσώπων και χώρος διαμονής τους. Οι περίφημοι εξώστες του τρίτου ορόφου έχουν μία θέα μαγευτική και πάνω από το χάος του γκρεμού μετατρέπονται σε εξώστες του ουρανού. Κατεβαίνοντας προς τον χώρο στάθμευσης του αυτοκινήτου το μάτι μας δεν χορταίνει να βλέπει ολόκληρη πλέον την Ιερά Μονή. Η Κυρά της Ρούμελης μας αποκαλύπτει το σπίτι και μας καλεί να το γνωρίσουμε για να μας φιλοξενήσει

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

18 Απριλίου 2025